Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο.

Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου.

Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων.

Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.

Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια.

Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία.

Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού.

Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

sansimera.gr

12 Οκτωβρίου 1944: Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, καλώντας τους Αθηναίους να ξεχυθούν στους δρόμους και να πανηγυρίσουν το τέλος της γερμανικής κατοχής. 

Ως τις 3 Νοεμβρίου ο τελευταίος Γερμανός (και Βούλγαρος) στρατιώτης είχε αποχωρήσει από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών και των συμμάχων τους Βουλγάρων από την Ελλάδα είχε σημάνει λίγους μήνες νωρίτερα, στις 6 Ιουνίου, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία και άρχισαν να περισφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Γερμανία μαζί τους προελαύνοντες Σοβιετικούς από την ανατολική πλευρά. Ήταν φανερό ότι οι ημέρες της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν μετρημένες.

Στο χρονικό διάστημα μέχρι την απελευθέρωση είχαν ενταθεί οι πολιτικές διαβουλεύσεις για τη μετακατοχική κατάσταση στην Ελλάδα. 

Από την πλευρά τους, οι χιτλερικές δυνάμεις έψαχναν παρασκηνιακά τρόπους ασφαλούς αποχώρησής τους από τη χώρα μας. 

Οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν σταδιακά από την Αθήνα από το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση προς Βορρά. 

Στις 8 το πρωί της επόμενης μέρας, οι ελάχιστοι που είχαν απομείνει στην Αθήνα, συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 

Εκεί, σε μία πρόχειρη όσο και βιαστική τελετή, ο επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, συνοδευόμενος από τον κατοχικό δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο, κατέθεσε στεφάνι.

Το μόνο που απέμενε ήταν η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. 

Ένας Γερμανός στρατιώτης κατέβασε τη σβάστικα χωρίς καμία επισημότητα στις 9:15 το πρωί, την πήρε υπό μάλης και αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι, σηματοδοτώντας το τέλος της γερμανικής κατοχής που διήρκεσε 1.625 μέρες και την αρχή ενός τρελού πανηγυριού στους δρόμους της Αθήνας.

Χιλιάδες κόσμου με τη γαλανόλευκη στα χέρια αλληλοασπάζονταν, αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη», παιδιά σκαρφάλωναν στις οροφές των τραμ, ενώ απ' άκρη σ' άκρη αντηχούσε ο Εθνικός Ύμνος. 

Μετά από τριάμισι χρόνια δουλείας και σκλαβιάς οι Αθηναίοι ανάπνεαν για πρώτη φορά τον μεθυστικό αέρα της λευτεριάς...


ΠΗΓΗ: sansimera.gr

Μνήμες από την αποφράδα ημέρα της 20ης Ιουλίου 1974, όταν στις ακτές της Κερύνειας άρχιζε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξύπνησε στον κυπριακό Ελληνισμό ο ήχος των σειρήνων, σήμερα στις 05:30.

Με πρόσχημα το πραξικόπημα, πέντε μέρες νωρίτερα της χούντας των Αθηνών, η Τουρκία σκόρπισε τον όλεθρο και τον θάνατο στην Κύπρο και συνεχίζει να κατέχει παράνομα για 41 χρόνια το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και το μεγαλύτερο τμήμα της ακτογραμμής της. Περισσότεροι από 43.000 βαριά οπλισμένοι στρατιώτες από την Τουρκία παραμένουν ακόμη στις κατεχόμενες περιοχές. Σημειώνεται ότι, ξεκινώντας από το Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο ΟΗΕ έχει κάνει εκκλήσεις για «άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία» και για «απομάκρυνση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που η παρουσία του δεν προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες».

Η Τουρκία μέχρι και σήμερα στερεί από τους εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους το δικαίωμα να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Το γεγονός αυτό έχει δώσει αφορμή για προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει εκδώσει σημαντικές αποφάσεις για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης από την πλευρά της Τουρκίας. Πέραν της οικονομικής καταστροφής, που προκάλεσε η εισβολή και η βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, περισσότερα από 3.000 άτομα σκοτώθηκαν, ενώ περίπου 1.400 Ελληνοκύπριοι παραμένουν αγνοούμενοι. Η 'Αγκυρα προχώρησε στον συστηματικό εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών με παράνομους εποίκους και υποχρέωσε πολλούς Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη και αλλού. Έτσι, οι έποικοι υπερτερούν αριθμητικά των γηγενών Τουρκοκυπρίων.

Τον Νοέμβριο του 1983, η Τουρκία υποκίνησε και επιδοκίμασε τη «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» στην κατεχόμενη περιοχή από την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ») δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα άλλο κράτος, πλην της Τουρκίας, η οποία ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχό της. Τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασαν με κατηγορηματικό τόπο τη μονομερή αυτή ενέργεια, την κήρυξαν άκυρη, ζήτησαν την απόσυρσή της και κάλεσαν όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην αναγνωρίσουν την παράνομη αυτή οντότητα. Η ΕΕ και άλλοι διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί έχουν υιοθετήσει παρόμοιες θέσεις. Για όλους τούς νομικούς και πολιτικούς λόγους, η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει μόνον την Κυπριακή Δημοκρατία, που δημιουργήθηκε το 1960 και την κυβέρνησή της, ακόμη κι αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία σε περιοχές, που βρίσκονται υπό την στρατιωτική κατοχή της Τουρκίας.

Στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, στη Λευκωσία, θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών, Ελληνοκυπρίων και εξ Ελλάδος, κατά την τουρκική εισβολή, παρουσία του προέδρου Αναστασιάδη. Στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης, στη Λευκωσίας, προϊσταμένου του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου θα αναπεμφθεί δέηση για απελευθέρωση της Κύπρου, επιστροφή των εκτοπισμένων στις πατρογονικές του εστίες και διακρίβωση της τύχης όλων των αγνοουμένων. Θα μιλήσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης. Το βράδυ θα πραγματοποιηθεί ειδική εκδήλωση στο προεδρικό μέγαρο με ομιλητή τον Κύπριο πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη.

Εξάλλου, στις 14:00, φθάνει στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερτογάν, ο οποίος θα δεχθεί τον χαιρετισμό της στρατιωτικής παρέλασης μαζί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Στη συνέχεια, θα έχουν κατ' ιδίαν συνάντηση, στην οποία θα συζητήσουν τις εξελίξεις στο Κυπριακό.

Ο Κύπριος κυβερνητικος εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης, χαρακτήρισε αρνητική εξέλιξη την παράνομη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στα κατεχόμενα.

imerisia.gr

 

Ο Νίκος Σεργιανόπουλος (24 Σεπτεμβρίου 1952 - 4 Ιουνίου 2008) ήταν ηθοποιός του θεάτρου και της τηλεόρασης.

Γεννήθηκε στη Δράμα. Σπούδασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από όπου αποφοίτησε το 1979, και στη συνέχεια ίδρυσε την Πειραματική σκηνή Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.

Στις 2 Δεκεμβρίου 2007 συνελήφθη έχοντας στην κατοχή του 35 γραμμάρια κοκαΐνης και κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών, όμως δεν προφυλακίστηκε καθώς δήλωσε και διαγνώστηκε εξαρτημένος χρήστης.

Στις 4 Ιουνίου 2008 βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στο Παγκράτι,τραυματισμένος θανάσιμα με 21 μαχαιριές στην καρδιά, το λαιμό και τους πνεύμονες. Το μαχαίρι με το οποίο έγινε η δολοφονία βρέθηκε, χωρίς όμως αξιοποιήσιμα αποτυπώματα.

Έπειτα από ταυτοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων, συνελήφθη τον Ιούλιο του 2008 ο 30χρονος Γεωργιανός Νταβίντ Μουρτχικνέλι, ο οποίος τελικά ομολόγησε το έγκλημα στις 26 Ιουλίου του 2008, ενώ κρίθηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (10 Νοεμβρίου 2009) ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ακόμα ληστεία, παράνομη οπλοχρησία και παράνομη είσοδο στη χώρα αναφέρει το lifenewscy.gr. Του αναγνωρίστηκε κατά πλειοψηφία (4-3) το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση.

Ο Γεωργιανός ισχυρίστηκε ότι το θύμα προσπάθησε να του επιβάλει παθητικό ρόλο με στοματικό σεξ και ότι υπό την επήρεια κοκαΐνης (η οποία βρέθηκε και στα ούρα του θύματος) του επιτέθηκε με το μαχαίρι με το οποίο τελικά και τον δολοφόνησε.
Στις 19 Νοεμβρίου, η εισαγγελεύς κυρία Χουδετσανάκη, έκανε αναίρεση της απόφασης με το σκεπτικό ότι το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου δεν ισχύει και ζήτησε να καταδικαστεί χωρίς ελαφρυντικά σε ισόβια.



Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανές δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.



Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.



Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.

Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.



Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.

Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!

Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.

Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

ΠΗΓΗ: sansimera.gr

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot