Σοβαρά πλήγματα δέχεται το εφαρμοζόμενο επί σχεδόν 34 χρόνια στη χώρα μας προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις, καθώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μολονότι αποδέχθηκε τη δυνατότητα να υπάρχει κρατική παρέμβαση και έλεγχος στο «καυτό» κοινωνικό ζήτημα, τελικά έκρινε την ελληνική ρύθμιση (Ν. 1387/83) αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο, τη Συνθήκη της ΕΕ για την ελευθερία εγκατάστασης (ΣΛΕΕ) και την αρχή της αναλογικότητας.

Στην πράξη η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) κρατά μεν «ζωντανό» τον ελληνικό μηχανισμό ελέγχου-περιορισμού των ομαδικών απολύσεων (μέσω διαδικασίας παρέμβασης-εναντίωσης του αρμόδιου υπουργείου), αλλά ταυτόχρονα οδηγεί αναγκαστικά στη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων, λιγότερο προστατευτικών για τους εργαζομένους, αφού κρίνει προβληματικά τα εφαρμοζόμενα κριτήρια της ελληνικής νομοθεσίας, εξοβελίζοντας τουλάχιστον το ένα από αυτά και ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μπορεί κατά τη διαδικασία περιορισμού των ομαδικών απολύσεων να «μετρά» το αν δημιουργούνται αρνητικές συνέπειες για το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο και για τον εθνικό μηχανισμό, που διατηρείται «ζωντανός» έστω και βαριά λαβωμένος, το Ευρωδικαστήριο πετά την «καυτή πατάτα» στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να κρίνει εκείνο (αφού μόνο η ελληνική Δικαιοσύνη έχει τα κατάλληλα στοιχεία) αν το κρατικό «φιλτράρισμα» των ομαδικών απολύσεων είναι τόσο αυστηρό (όπως υποστηρίζει η ΑΓΕΤ Ηρακλής στη συγκεκριμένη υπόθεση και άλλες επιχειρήσεις στο παρελθόν, όταν ζητούσαν παραπομπή του θέματος στο ΔΕΕ), σε σημείο που δεν επιτρέπει ουσιαστικά τέτοιες απολύσεις και καθιστά την σχετική Οδηγία χωρίς περιεχομένο και πρακτική αποτελεσματικότητα.

Στα δυσμενή για τους εργαζομένους στοιχεία της απόφασης συγκαταλέγεται η άποψη του Ευρωδικαστηρίου ότι η αντίθεση της ελληνικής νομοθεσίας προς τη ΣΛΕΕ δεν επηρεάζεται και δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η χώρα μας διέρχεται οξεία και μακρά οικονομική κρίση, με ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας.

Από την άλλη, το ΔΕΕ δεν υιοθέτησε, ευτυχώς, την εισαγγελική πρόταση, η οποία ήταν απόλυτα αρνητική απέναντι στην κρατική παρέμβαση, κάτι που αν γινόταν δεκτό, θα σήμαινε απαρχή της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων.
Παράλληλα η δικαστική απόφαση περιλαμβάνει και αρκετές σημαντικές για τους εργαζομένους σκέψεις, επισημαίνοντας ότι η επιχειρηματική ελευθερία δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο, αλλά επιδέχεται επεμβάσεις και περιορισμούς, ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, υπενθυμίζοντας επίσης ότι οι σκοποί της ΕΕ δεν είναι μόνο οικονομικοί αλλά και κοινωνικοί?
Τι κρύβει η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις
Το ενωσιακό δίκαιο
Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν απαγορεύει κατ' αρχάς τη δημιουργία κρατικού μηχανισμού που ελέγχει και εναντιώνεται -υπό ορισμένες προϋποθέσεις- σε ομαδικές απολύσεις προς προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης, καθώς κάτι τέτοιο αφορά το γενικότερο συμφέρον.
Δέχθηκε, ωστόσο, ότι μια τέτοια ρύθμιση πρέπει να ισορροπεί δίκαια ανάμεσα στην προστασία των εργαζομένων και στην ελευθερία εγκατάστασης και στην επιχειρηματική ελευθερία. Ετσι, ενώ η ελληνική ρύθμιση για την κρατική παρέμβαση του υπουργού (που επιτρέπει ή απαγορεύει τις ομαδικές απολύσεις κατόπιν προσπάθειας διαβούλευσης εργοδοτών-εργαζομένων) κρίνεται κατ' αρχάς θεμιτή, σε σχέση με την Οδηγία περί ομαδικών απολύσεων, εντούτοις κρίνεται προβληματική όσον αφορά την ΣΛΕΕ. Κατά το Ευρωδικαστήριο, η επίτευξη σκοπών οικονομικής φύσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και δεν μπορεί να απαγορεύσει τις ομαδικές απολύσεις με γνώμονα να αποφευχθούν αρνητικές συνέπειες για έναν κλάδο της οικονομίας. Ομως και για τα άλλα δύο κριτήρια το ΔΕΕ προβάλλει ενστάσεις (μολονότι δέχεται ότι κατ' αρχάς στηρίζονται σε λόγους γενικότερου συμφέροντος για την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης), επειδή διαπιστώνει ότι είναι διατυπωμένα με τρόπο «υπέρμετρα γενικό και ασαφή».
Με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις είναι πολυάριθμες και μη προσδιορίσιμες, τα ασαφή αυτά κριτήρια αφήνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης στις ελληνικές Αρχές, που δεν μπορεί εύκολα να ελεγχθεί. Το ΣτΕ, όπου επιστρέφει τώρα η υπόθεση, θα εκδώσει απόφαση ακυρωτική για τις σχετικές διαδικασίες γύρω από την ΑΓΕΤ (αφού ο νόμος 1387/83 κρίθηκε αντίθετος στη ΣΛΕΕ), η οποία υπό τον πολυεθνικό όμιλο Lafarge (γαλλικών συμφερόντων) ζητούσε να ακυρωθεί η προ τριετίας άρνηση του υπουργού Εργασίας να εγκρίνει ομαδικές απολύσεις, εν όψει του «λουκέτου» που θα έμπαινε στο εργοστάσιο τσιμέντων Χαλκίδας.

ethnos.gr

Μια απόφαση - σταθμό που αφορά εκατομμύρια δανειολήπτες σε όλη την Ευρώπη, εξέδωσε το Ευρωπαϊκή Δικαστήριο με αφορμή υπόθεση πολίτου της Σλοβακίας.

Η υπόθεση αφορά στη χορήγηση δανείου το οποίο δόθηκε χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες εξηγήσεις σχετικά με τους όρους που προβλέπει η σύμβαση με τον δανειολήπτη.
Ουσιαστικά, το δικαστήριο επισημαίνει ότι «η παράλειψη του δανειστή, στην περίπτωση καταναλωτικής πιστώσεως, να περιλάβει στη σύμβαση ορισμένα στοιχεία ουσιώδους σημασίας δύναται να επισύρει την κύρωση της εκπτώσεώς του από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων».
Αυτό σημαίνει ότι αν ένας δανειολήπτης δεν ενημερώνεται σωστά από τον δανειστή, στην συγκεκριμένη περίπτωση από την τράπεζα, μπορεί να γλιτώσει τόκους και έξοδα. Οπως προκύπτει από την υπόθεση, αν σε μια δανειακή σύμβαση υποκρύπτονται ή στην καλύτερη περίπτωση παραλείπονται βασικοί όροι που αφορούν το δάνειο, τα έξοδα και άλλες κρίσιμες λεπτομέρειες της σύμβασης τότε ο δανειολήπτης μπορεί να διεκδικήσει στα δικαστήρια να βρει το δίκιο του.
Απόφαση - σταθμός για τα δάνεια και τους όρους των συμβολαίων
Ολόκληρη η απόφαση έχει ως εξής:

Λουξεμβούργο, 9 Νοεμβρίου 2016
Απόφαση στην υπόθεση C-42/15
Home Credit Slovakia, a.s. κατά Klára Bíróovà
Η επιβολή της κυρώσεως αυτής είναι δυνατή οσάκις η παράλειψη μνείας των ως άνω στοιχείων δεν επιτρέπει στον καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της συμβατικής δεσμεύσεώς του Τον Ιούνιο του 2011, η τράπεζα Home Credit Slovakia χορήγησε στην Klára Bíróovà πίστωση ύψους 700 ευρώ, χωρίς, πάντως, να προσδιορίζονται επακριβώς στη σύμβαση πιστώσεως ορισμένα στοιχεία σχετικά με το δάνειο, όπως, μεταξύ άλλων, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ). Η σύμβαση προέβλεπε ότι και οι γενικοί όροι της δανείστριας αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως. Κατά τη σύναψη της συμβάσεως, η K. Bíróovà βεβαίωσε, διά της υπογραφής της, ότι έλαβε γνώση των γενικών όρων και ότι τους κατενόησε, χωρίς, πάντως, να τους υπογράψει.
Αφού κατέβαλε δύο μηνιαίες δόσεις, η K. Bíróovà έπαυσε να εξοφλεί την πίστωση, οπότε η Home Credit Slovakia άσκησε αγωγή εναντίον της ενώπιον του Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοδικείου Dunajská Streda, Σλοβακία). Η Home Credit Slovakia αξιώνει από τη δανειολήπτρια την εξόφληση του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των ποινικών ρητρών λόγω καθυστερήσεως τις οποίες προέβλεπε η σύμβαση.

Το σλοβακικό δικαστήριο που επελήφθη της διαφοράς διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το κύρος της συμβάσεως πιστώσεως, καθόσον οι γενικοί όροι δεν είχαν υπογραφεί από τους συμβαλλομένους. Διατηρεί επίσης επιφυλάξεις σχετικά με το αν είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης ορισμένες διατάξεις του σλοβακικού δικαίου περί προστασίας των καταναλωτών.
Μεταξύ των διατάξεων αυτών καταλέγεται ιδίως εκείνη η οποία στερεί από τον δανειστή το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων στην περίπτωση κατά την οποία παραλείπει να μνημονεύσει στη σύμβαση ορισμένα στοιχεία. Το σλοβακικό δικαστήριο ζητεί, επομένως, τη συνδρομή του Δικαστηρίου προκειμένου να διευκρινισθούν τα ζητήματα αυτά με γνώμονα την οδηγία περί συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως.

Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι βάσει της οδηγίας δεν απαιτείται οι συμβάσεις πιστώσεως να καταρτίζονται σε ενιαίο έγγραφο. Ωστόσο, σε περίπτωση κατά την οποία τέτοια σύμβαση παραπέμπει σε άλλο έγγραφο, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικείας συμβάσεως πιστώσεως, το εν λόγω έγγραφο, όπως και η ίδια η σύμβαση, πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και να παραδίδεται πράγματι στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να λάβει γνώση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του.

Το Δικαστήριο επισημαίνει εν συνεχεία ότι, μολονότι η οδηγία δεν επιτάσσει την υπογραφή των συμβάσεων πιστώσεως που έχουν καταρτισθεί εγγράφως, δεν αντιβαίνει εντούτοις στην οδηγία αυτή εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας το κύρος των εν λόγω συμβάσεων προϋποθέτει την
υπογραφή τους από τα συμβαλλόμενα μέρη, τούτο δε ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η απαίτηση αυτή περί υπογραφής ισχύει για όλα τα έγγραφα στα οποία περιέχονται τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως.

Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράλειψη του δανειστή να μνημονεύσει στη σύμβαση πιστώσεως όλα τα στοιχεία τα οποία, βάσει της οδηγίας, πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στη σύμβαση δύναται να επισύρει την εκ μέρους των κρατών μελών επιβολή της κυρώσεως της εκπτώσεως του δανειστή από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων οσάκις η παράλειψη μνείας των στοιχείων αυτών δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του.
Τούτο ισχύει στην περίπτωση των υποχρεωτικώς μνημονευόμενων στοιχείων, όπως είναι το ΣΕΠΕ, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών στις οποίες πρέπει να προβεί ο καταναλωτής, τα συμβολαιογραφικά έξοδα και οι απαιτούμενες από τον δανειστή εγγυήσεις και ασφάλειες.


Πηγή: Taxheaven

Σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔ) της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι δυνατόν να ενάγουν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και την Κομισιόν, στην περίπτωση κατά την οποία παραβιάζονται αποδεδειγμένα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους.

Αφορμή για την απόφαση αυτή υπήρξε η προσφυγή θιγομένων από το κούρεμα των καταθέσεων των κυπριακών τραπεζών άνω των 100.000 ευρώ (το 2013) κατά της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστησαν.

Και ναι μεν το ΕΔ θεώρησε ότι τα μέτρα αποσκοπούσαν στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και υπηρετούσαν το κοινό καλό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και καλώς ελήφθησαν, αλλά, παράλληλα, οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι είναι καταρχάς δυνατόν να ζητηθεί αποζημίωση από την Κομισιόν ή την ΕΚΤ εφόσον παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των εναγόντων.

Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες, σε χώρες όπου έχει επιβληθεί η λιτότητα, μπορούν να επικαλεσθούν λ.χ. την ιδιαιτέρως σοβαρή βλάβη της υγείας τους σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορούν να προμηθευτούν τα αναγκαία φάρμακα. Προϋπόθεση είναι, βεβαίως, η απολύτως τεκμηριωμένη απαίτηση και φυσικά η κατά περίπτωση απόφαση των δικαστών.

Συγκεκριμένα όμως στην περίπτωση των καταθέσεων των Κυπρίων το ΕΔ αποφάνθηκε ότι «λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διασφαλίσεως της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ και του άμεσου κινδύνου οικονομικής ζημίας, τον οποίο θα διέτρεχαν οι καταθέτες των οικείων δύο τραπεζών σε περίπτωση πτωχεύσεως αυτών, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση, θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αναιρεσειόντων. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αδικαιολόγητοι περιορισμοί του εν λόγω δικαιώματος».

Διαβάστε την απόφαση


Απόφαση+ΕΔ-1

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε την πρώτη δικαστική απόπειρα επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από τη Μ. Βρετανία, όπως αναφέρει σε δημοσίευμα του ο Independent.

Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει τη δικαιοδοσία να εξετάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση καθώς η καταγγελλόμενη κλοπή των Γλυπτών έγινε περισσότερα από 150 χρόνια προτού η Μ. Βρετανία υπογράψει τη συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η απόφαση του δικαστηρίου, που εστάλη στον «Σύλλογο των Αθηναίων», αναφέρει μεταξύ άλλων «το δικαστήριο σημειώνει πως τα Γλυπτά αφαιρέθηκαν από την Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα. Η αφαίρεση έγινε περίπου 150 χρόνια προτού συνταχθεί η Συνθήκη και επικυρωθεί από το εναγόμενο κράτος, οπότε οι αιτιάσεις των προσφευγόντων εμφανίζονται ως μη αποδεκτές».

Πηγή: The Independent

Ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου απεφάνθη πως δεν είναι συμβατή προς το κοινοτικό Δίκαιο η ελληνική νομοθεσία η οποία απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις

Μια βαριά εισήγηση που κρίνει την ελληνική νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις υπερβολικά προστατευτική, κατέθεσε ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με αφορμή την υπόθεση των εργαζόμενων της ΑΓΕΤ Ηρακλής.

Πιο αναλυτικά, ο γενικός Εισαγγελέας τοποθετήθηκε επί της υποθέσεως των ομαδικών απολύσεων στις οποίες προέβη το 2013 η ΑΓΕΤ Ηρακλής και απεφάνθη πως δεν είναι συμβατή προς το κοινοτικό Δίκαιο η ελληνική νομοθεσία η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.

Αφορμή των προτάσεων του εισαγγελέα ήταν η προσφυγή της ΑΓΕΤ Ηρακλής, (που ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge) στο Συμβούλιο της Επικράτειας κατά της απόφασης του υπουργείου Εργασίας που απέρριπτε αίτημά της για την εφαρμογή ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης της εταιρείας που προέβλεπε και ομαδικές απολύσεις.\

protothema.gr

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot