×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 575

Ήταν η πρώτη μεγάλη διάκριση για το ελληνικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο εθνικών ομάδων, με την επιτυχία αυτή να αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις, αν λάβουμε υπόψη ότι στην τελική φάση της διοργάνωσης που διεξήχθη στα γήπεδα της Ιταλίας έλαβαν μέρος μόνο 8 ομάδες.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο βγήκε από την αφάνεια τη δεκαετία του '70 και ακούστηκε διεθνώς με τις επιτυχίες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ στα Κύπελλα Ευρώπης. Να θυμίσουμε τη συμμετοχή των πρασίνων στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 και την παρουσία της ΑΕΚ στα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ την περίοδο 1976 - 1977. Καιρός ήταν να τις ακολουθήσει και η εθνική ομάδα.

Με τη σκέψη αυτή μπήκαν στην προκριματική φάση του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης 1980, όπως ονομαζόταν τότε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, οι διεθνείς μας και ο προπονητής τους Αλκέτας Παναγούλιας, με αντιπάλους τη Σοβιετική Ένωση, την Ουγγαρία και τη Φιλανδία. Ο όμιλός μας δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε και δύσκολος. Οι Σοβιετικοί είχαν σπουδαίους παίκτες, αλλά όχι αξιόπιστη ομάδα. Η Ουγγαρία είχε παρελθόν, αλλά όχι παρόν, και η Φιλανδία ήταν ο εύκολος αντίπαλος, όπως πιστεύαμε. Ο πρώτος του ομίλου θα πήγαινε στην Ιταλία.

Όλοι έπεσαν έξω, όταν στις 24 Μαΐου 1978 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Ελσίνκι η εθνική μας έχασε 3-0 από τους «ιπτάμενους Φινλανδούς», στην πρεμιέρα των υποχρεώσεών της. Απογοήτευση! Ακολούθησε μια ακόμη ήττα -αυτή μάλλον φυσιολογική- στις 20 Σεπτεμβρίου στο Ερεβάν από τη Σοβιετική Ένωση με 2-0. Απολογισμός των δύο πρώτων αγώνων: 0-5 και χωρίς βαθμό. Ένας νέος αποκλεισμός προ των πυλών.

Ένα μήνα αργότερα, τα συναισθήματα άλλαξαν, καθώς την απογοήτευση διαδέχτηκε η ελπίδα. Η ομάδα του Αλκέτα Παναγούλια συνέτριψε απρόσμενα τη Φιλανδία με 8-1 στη Λεωφόρο και τα χαμόγελα επέστρεψαν στο ελληνικό στρατόπεδο. Ακολούθησε ένας ακόμη θρίαμβος επί της Ουγγαρίας στο Καυτατζόγλειο με 4-1 και η λέξη «πρόκριση» επανήλθε στα χείλη των ποδοσφαιρόφιλων. Η εθνική μας πήρε τον πρώτο της εκτός έδρας βαθμό στο 0-0 με την Ουγγαρία (2 Μαΐου 1979) και έδωσε τον υπέρ πάντων αγώνα με τη Σοβιετική Ένωση στις 12 Σεπτεμβρίου στο «κλουβί» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ένα γκολ του Τάκη Νικολούδη στο 26ο λεπτό ήταν αρκετό για τη νίκη και τη μεγάλη πρόκριση.
Η Ταυτότητα των Αγώνων

Φιλανδία – Ελλάδα 3-0 (1-0)
Τετάρτη 24 Μαΐου 1978, Ελσίνκι (Ολυμπιακό Στάδιο)

Φιλανδία: Αλάγια, Βίτσιλα, Ράντα, Τόλσα, Μακίνεν, Γιαντούνεν, Χολτσόνεν (60' Ρισκάνεν), Χίσκανεν, Ισµαήλ, Τσίβολα, Νιέµινεν.
Ελλάδα: Χρηστίδης - Πάλλας (72' Καραβίτης), Ιωσηφίδης, Φοιρός, Νικολάου, Τερζανίδης, Δαµανάκης, Παπαϊωάνvoυ (αρχηγός), Αρδίζογλου (46' Σεµερτζίδης), Γαλάκος, Μαύρος.
Διαιτητής: Άιµπεκ (Αν. Γερμανία)
Σκόρερς: 35', 85' lσµαήλ, 82' Νιέµινεν.
Θεατές: 8.000

Σοβιετική Ένωση – Ελλάδα 2-0 (1-0)
Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 1978, Ερεβάν (Γήπεδο Ράζνταν)

Σοβιετική Ένωση: Ντιχτιάροφ, Κονκόφ, Zoύπικοφ, Μπερεσνόι, Μπόµπνοφ, Πρίγκοντα, Μπούριακ, Τσεσνόκοφ, Μπεσόνοφ, Χιντιατούλιν (71' Αν), Μπλαχίν.
Ελλάδα: Χρηστίδης (αρχηγός), Κυράστας, Ραβούσης, Φοιρός, Πάλλας, Τερζανίδης, Νικολούδης, Δαµανάκης, Μαύρος, Δεληκάρης, Μητρόπουλος.
Διατητής: Κάρπεντερ (Βόρεια Ιρλανδία).
Σκόρερς: 20' Τσεσνόκοφ, 52' Μπιεσόνοφ.
Στο 70' αποβλήθηκε ο Τερζανίδης, για σκληρό παιχνίδι.
Θεατές: 50.000

Ελλάδα – Φιλανδία 8-1 (5-0)
Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 1978, Αθήνα (Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας)

Ελλάδα: Κωνσταντίνου, Κυράστας, Ραβούσης, Φοιρός, Πάλλας, Νικολούδης, Δεληκάρης (αρχηγός), Αρδίζογλου, Μητρόπουλος (67' Σεµερτζίδης), Γαλάκος (82' Ζιάκος), Μαύρος.
Φινλανδία: Αλάγια, Βίχταλα, Σάλονεν, Τόλσα, Ράντα, Γιαντούνεν, Σουσµαλάϊνεν (74' Νιεµίνεν Λ.), Χεϊσκάνεν, Πίικε (29' Κουνιχόνεν), Ισµαήλ, Νιεµίνεν Γ.
Διαιτητής: Λανγκεχόβεν (Βέλγιο)
Σκόρερς: 15', 25' Νικολούδης, 23', 47' Δεληκάρης, 38', 44', 75' (πέναλτι)
Μαύρος, 61' Χεϊσκάνεν, 81' Γαλάκος.
Θεατές: 9.000

Ελλάδα – Ουγγαρία 4-1 (0-0)
Σάββατο 28 Οκτωβρίου 1978, Θεσσαλονίκη (Καυταντζόγλειο Στάδιο)

Ελλάδα: Κωνσταντίνου, Ξανθόπουλος, Ιωσηφίδης, Ραβούσης, Φοιρός, Νικολούδης, Αρδίζογλου (83' Μητρόπουλος), Δεληκάρης (46' Δαµανάκης), Γαλάκος, Κούδας (αρχηγός), Μαύρος.
Ουγγαρία: Κάτζιρτζ, Μάρτος, Κότσιτς, Λούκατς, Ζόµπορι, Κέρεκι, Σοκολάϊ (65' Ίστβαν Κόβατς), Παλ, Τόταρ, Πίντερ, Βάραντι.
Διαιτητής: Ντούζεφ (Βουλγαρία)
Σκόρερς: 58', 67' Γαλάκος, 71' Αρδίζογλου, 89' Μαύρος, 91' Βάραντι.
Θεατές: 15.000

Ουγγαρία – Ελλάδα 0-0
Τετάρτη 2 Μαΐου 1979, Βουδαπέστη (Νεπ Στάντιουµ)

Ουγγαρία: Κάτσιρτς, Τόροκ, Κόλτσις, Κούτασι, Μπ. Κόβατς, Μπάλιντ, Φαζέκας, Τσάπο (31' Μαγιάρ), Τόροσικ, Ζόµπορι, Φέκετι (75' Κούτι).
Ελλάδα: Κελεσίδης, Γούναρης, Ιωσηφίδης, Φοιρός, Καψής, Λιβαθηνός, Νικολούδης (αρχηγός), Δαµανάκης (65' Κουσουλάκης), Αρδίζογλου (77' Ορφανός), Κωστίκος, Μαύρος.
Διαιτητής: Χάνιγουντ (Αγγλία)
Θεατές: 23.000

Ελλάδα – Σοβιετική Ένωση 1-0 (1-0)
Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 1979, Αθήνα (Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας)

Ελλάδα: Κωνσταντίνου - Γούναρης (74' Κυράστας), Ιωσηφίδης, Φοιρός, Καψής, Δαµανάκης, Λιβαθηνός, Αρδίζογλου (64' Ορφανός), Νικολούδης, Δεληκάρης (αρχηγός), Γαλάκος.
Σοβιετική Ένωση: Ντασάεφ, Πρίγκοντα (36' Σάβλο), Μπούµπνοφ, Μαχαβίκοφ, Χιντιατούλιν, Νικούλιν, Γκερέκοφ, Κιπιάνιν (46' Γκιουρτσίτσεν), Γκαβριλένκο, Μαξιµένκο, Σεγκέλια.
Διαιτητής: Γκαρίτο (Πορτογαλία)
Σκόρερ: 26' Τάκης Νικολούδης.
Θεατές: 25.000

Βαθμολογία
Ομάδες Αγώνες Νίκες Ισοπαλίες Ήττες Γκολ Βαθμοί
Ελλάδα 6 3 1 2 13 - 7 7
Ουγγαρία 6 2 2 2 9 - 9 6
Φιλανδία 6 2 2 2 10 - 15 6
Σ. Ενωση 6 1 3 2 7 - 8 5

Η τελική φάση του Κυπέλλου Εθνών έγινε από τις 11 έως τις 22 Ιουνίου 1980 σε τέσσερις ιταλικές πόλεις: Ρώμη, Νάπολι, Τορίνο και Μιλάνο. Η Ελλάδα συμπεριελήφθη στον Α' Όμιλο, με αντιπάλους τη Δυτική Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και την Ολλανδία. Τον άλλο όμιλο αποτελούσαν η Ιταλία, το Βέλγιο, η Αγγλία και η Ισπανία.

O Αλκέτας Παναγούλιας πήρε μαζί του στην Ιταλία 22 ποδοσφαιριστές: 5 από τον ΠΑΟΚ (Κώστας Ιωσηφίδης, Γιάννης Δαμανάκης, Γιώργος Κούδας, Γιάννης Γούναρης, Γιώργος Κωστίκος), 4 από τον Παναθηναϊκό (Βασίλης Κωνσταντίνου, Άνθιμος Καψής, Σπύρος Λιβαθηνός) και την ΑΕΚ (Χρήστος Αρδίζογλου, Θωμάς Μαύρος, Πέτρος Ραβούσης, Λάκης Νικολάου), 3 από τον Άρη (Γιώργος Φοιρός, Στέλιος Παπαφλωράτος, Ντίνος Κούης) και τον Ολυμπιακό (Γιάννης Κυράστας, Τάκης Νικολούδης, Μάικ Γαλάκος) και 1 από τον Ηρακλή (Μπάμπης Ξανθόπουλος), ΟΦΗ (Λευτέρης Πουπάκης) και Πανιώνιο (Νίκος Αναστόπουλος). Μεγάλος απών ο Βασίλης Χατζηπαναγής, που δεν είχε δικαίωμα να αγωνισθεί με την Εθνική Ελλάδος.

Η εθνική μας έδωσε το πρώτο της παιγνίδι στις 11 Ιουνίου 1980 στο γήπεδο «Σαν Πάολο» της Νάπολι, κόντρα στην Ολλανδία. Έχασε με 1-0 από τους «οράνιε», αλλά δικαιούται να φωνάζει για το πέναλτι με το οποίο γράφτηκε το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν μια φάση στο 64ο λεπτό, όταν ο Κωνσταντίνου βγήκε πολύ πλάγια για να αποσοβήσει ένα κόρνερ και συγκρούστηκε με τον Νανίγκα. Ο διαιτητής Πρόκοπ είδε δόλο στην ενέργεια του τερματοφύλακα της ομάδας μας και καταλόγισε πέναλτι, με το οποίο ο Κιστ έγραψε το τελικό 1-0. Η εθνική μας έπαιξε κλειστά και πολύ καλά απέναντι στους μεγάλους αντιπάλους της. Μάλιστα, είχε ένα δοκάρι στο 87ο λεπτό σε καρφωτή κεφαλιά του Καψή, έπειτα από καλοτραβηγμένο κόρνερ του Γαλάκου.

Στον δεύτερο αγώνα της κόντρα στην Τσεχοσλοβακία (14 Ιουνίου στο Ολύμπικο της Ρώμης) η εθνική μας έπρεπε να ανοιχτεί για να διεκδικήσει τη νίκη, που θα τις έδινε ελπίδες για πρόκριση στους 4 της διοργάνωσης. Το εκμεταλλεύτηκαν αυτό οι έμπειροι και ταχύτατοι αντίπαλοί της και κέρδισαν καθαρά με 3-1.

Το τρίτο και τελευταίο παιγνίδι στη διοργάνωση κόντρα στη μεγάλη Δυτική Γερμανία (17 Ιουνίου στο Κομουνάλε του Τορίνο) είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα για την ομάδα μας. Το 0-0 που απέσπασε από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης ήταν ένα σπουδαίο αποτέλεσμα και παράλληλα ο πρώτος της βαθμός σε μεγάλη διοργάνωση. Από τον όμιλό μας προκρίθηκαν στα ημιτελικά Δ. Γερμανία και Τσεχοσλοβακία, με τα «πάντσερ» να κατακτούν το τρόπαιο, νικώντας στον τελικό της 22ας Ιουνίου το Βέλγιο με 2-1. Η ομάδα επέστρεψε στην Αθήνα με ψηλά το κεφάλι, αφού είχε κάνει αισθητή την παρουσία της στη διοργάνωση.
Η Ταυτότητα των Αγώνων

Ελλάδα – Ολλανδία 0-1 (0-0)
Τετάρτη 11 Ιουνίου 1980, Νάπολη (Σαν Πάολο)

Ελλάδα: Κωνσταντίνου - Κυράστας, Φοιρός, Καψής (αρχηγός), Ιωσηφίδης, Λιβαθηνός, Κούης, Τερζανίδης, Αρδίζογλου (68' Αναστόπουλος), Κωστίκος (78' Γαλάκος), Μαύρος.
Προπονητής: Αλκέτας Παναγούλιας
Ολλανδία: Σράιβερς (14' Ντόεσµπουργκ) - Βασινστέκερς, Βαν ντε Κόρµπουτ, Κρολ (αρχηγός), Χόβενκαπ, Βίλι Βαν ντε Κέρκοφ, Χάαν, Στίβενς, Φρέιζερ (48' Νανίγκα), Κιστ, Ρενέ Βαν ντε Κέρκοφ.
Προπονητής: Γιαν Σβάρτκρουϊς
Διαιτητής: Πρόκοπ (Ανατολική Γερμανία)
Σκόρερ: 64' Κιστ (πέναλτι)
Θεατές: 14.990

Ελλάδα – Τσεχοσλοβακία 1-3 (1-2)
Σάββατο 14 Ιουνίου 1980, Ρώμη (Ολύµπικο)

Ελλάδα: Κωνσταντίνου, Κυράστας, Φοιρός, Καψής (αρχηγός), lωσηφίδης, Λιβαθηνός, Τερζανίδης (46' Γαλάκος), Κούης, Αναστόπουλος, Κωστίκος (57' Ξανθόπουλος), Μαύρος.
Προπονητής: Αλκέτας Παναγούλιας
Τσεχοσλοβακία: Σέµαν, Μπάρµος, Όντρους, Γιούκερµικ, Γκεγκ, Βίτσεκ (αρχηγός), Κότζακ, Πανένκα, Μάσνι, Νέχοντα (74' Γκάϊντουτσεκ), Μπέργκερ (23' Λίτσκα).
Προπονητής: Γιόζεφ Βένγκλος
Διαιτητής: Πατ Πάτριτζ (Αγγλία)
Σκόρερς: 5' Πανένκα, 13' Αναστόπουλος, 26' Βίτσεκ, 62' Νέχοντα.
Θεατές: 4.726

Ελλάδα – Δ. Γερμανία 0-0
Τρίτη 17 Ιουνίου 1980, Τορίνο (Κοµουνάλε)

Ελλάδα: Πουπάκης - Γούναρης, Ξανθόπουλος, Ραβούσης, Νικολάου, Κούης, Νικολούδης (αρχηγός, 65' Κούδας), Αρδίζογλου, Λιβαθηνός, Γαλάκος, Μαύρος (79' Κωστίκος).
Προπονητής: Αλκέτας Παναγούλιας
Δ. Γερµανία: Σουµάχερ, Καλτς (αρχηγός), Κούλµαν, Μπερντ Φέστερ (46' Βόταβα), Καρλ Χάινς Φέρστερ, Στίλικε, Καρλ Χάινς Ρουµενίγκε (66' Ντεχάγιε), Μπρίγκελ, Χρούµπες, Χάνσι Μίλερ, Μέµεριγκ.
Προπονητής: Γιουπ Ντέρβαλ
Διαιτητής: Μακ Κίνλεϊ (Σκωτία)
Θεατές: 13.901

Βαθμολογία
Ομάδες Αγώνες Νίκες Ισοπαλίες Ήττες Γκολ Βαθμοί
Δ. Γερμανία 3 2 1 0 4 - 2 5
Τσεχοσλοβακία 3 1 1 1 4 - 3 3
Ολλανδία 3 1 1 1 4 - 4 3
Ελλάδα 3 0

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/277#ixzz34M9Wa0ri

Ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα.

Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944 γερμανική στρατιωτική φάλαγγα των Ες-Ες ξεκίνησε από τη Λιβαδειά για την Αράχωβα, με σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής από τις αντάρτικες δυνάμεις. Στο Δίστομο ενώθηκε με άλλη γερμανική ομάδα που είχε ξεκινήσει από την Άμφισσα και προχώρησαν προς το Στείρι. Οι κάτοικοι έλαβαν εντολή να μην απομακρυνθούν από το χωριό, μέχρι την επιστροφή των γερμανικών δυνάμεων.

Στη θέση Καταβόθρα οι Γερμανοί δέχθηκαν επίθεση από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μετά από σύντομη, αλλά σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 15 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.

Οι Γερμανοί απέδωσαν την επίθεση του ΕΛΑΣ σε ειδοποίηση των κατοίκων του Διστόμου και επέστρεψαν στο χωριό για να εκδικηθούν. Με διαταγή του διοικητή τους, υπολοχαγού Χανς Ζάμπελ, το Δίστομο πυρπολήθηκε και 218 κάτοικοι (114 γυναίκες και 104 άνδρες) εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών, 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη.

Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν.

Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.

Το Βυζάντιο σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.

Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».

Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.

Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».

Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.

Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού. Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.

Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.

Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, 70 περίπου πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.

Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.

Πηγή: sansimera.gr

Έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου με διεθνή προβολή και σημαντικές διακρίσεις. Ο δημιουργός της εμβληματικής ταινίας Ο Θίασος (1974), παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κυρίαρχα θέματα στο φιλιμικό του σύμπαν η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός.

Η σχέση του με τον κινηματογράφο άρχισε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν μαθητής του δημοτικού ακόμη παρακολούθησε την γκανγκστερική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ Κολασμένες Ψυχές (Angels With Dirty Faces). Όπως αφηγείται ο ίδιος «Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σε έναν τοίχο και μια κραυγή».

Το 1953 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία εγκαταλείπει στο πτυχίο. Το 1961, μετά το στρατιωτικό του, φεύγει για το Παρίσι, όπου αρχικά παρακολουθεί στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, φιλμογραφίας με τον Ζορζ Σαντούλ και εθνολογίας με τον Κλοντ Λεβί- Στρος. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα των σπουδών του δουλεύει στη ρεσεψιόν της φοιτητικής εστίας, όπου διαμένει. Στη συνέχεια, γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή Κινηματογράφου IDHEC, αλλά την εγκαταλείπει, όταν έρχεται σε ρήξη με ένα καθηγητή του. Παραμένει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα σινεμά-ντιρέκτ δίπλα στον εθνολόγο - κινηματογραφιστή Ζαν Ρους.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην αριστερή εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Το 1965 αρχίζει κατά παραγγελία το γύρισμα της πρώτης του ταινίας Φόρμινξ Στόρι, με θέμα το συγκρότημα Φόρμινξ του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Έρχεται, όμως, σε σύγκρουση με τον παραγωγό της ταινίας και το σχέδιο εγκαταλείπεται. Η πρώτη καθαρά προσωπική του ταινία είναι η μικρού μήκους Εκπομπή, που γυρίζει το 1966, με θέμα τον κόσμο των διαφημιστικών εκπομπών και των υποσχέσεων για δόξα και επιτυχία. Το 1969 μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη εκδίδουν το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, που αποτέλεσε το θεωρητικό όργανο του λεγόμενου «Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου».

Το 1970 γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την Αναπαράσταση, που βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Με αφετηρία ένα έγκλημα πάθους σ' ένα χωριό της Ηπείρου, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα προβλήματα και τις συνθήκες διαβίωσης στην ελληνικής επαρχίας με μια “ματιά” πρωτόγνωρη για τον ελληνικό κινηματογράφο, συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με τις μορφικές αναζητήσεις της πρωτοπορίας. Σημαντική συμβολή στη δημιουργία του σωστού κλίματος έπαιξε η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, με τον οποίο ο Αγγελόπουλος θα συνεργαστεί σε πολλές από τις κατοπινές ταινίες του.

Ο Αγγελόπουλος θα αναδυθεί στο διεθνές κινηματογραφικό προσκήνιο με το ιστορικοπολιτικό τρίπτυχο Μέρες του '36 (1972), Θίασος (1974) και Κυνηγοί (1977), που αποτελεί μια σπουδή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι Μέρες του ’36 είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της δικτατορίας Μεταξά. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός πράκτορα της ασφάλειας που έχει πέσει σε δυσμένεια και κατηγορείται για τον φόνο ενός συνδικαλιστή. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο αυτό για να καταδείξει τα αίτια που οδήγησαν στη δικτατορία Μεταξά και να κάνει ένα έμμεσο σχόλιο για τη δικτατορία των συνταγματαρχών, που διαφέντευε τις τύχες της Ελλάδας την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Στις Μέρες του '36 συναντάμε τα μεγάλης διάρκειας πλάνα-σεκάνς, που αποτελούν το “σήμα-κατατεθέν” της τέχνης του Αγγελόπουλου. Αργότερα έγιναν μανιέρα από τους επιγόνους του και «βύθισαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», σύμφωνα με τον Διονύση Σαββόπουλο.

Στα γυρίσματα του «Μεγαλέξανδρου» (1980)

Ο Θίασος, το δεύτερο μέρος του ιστορικοπολιτικού τρίπτυχου, αναφέρεται στην ιστορία της Ελλάδας από το 1939 έως το 1952, μέσα από τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου, που παίζει την Γκόλφω, το γνωστό κωμειδύλλιο του Περεσιάδη. Η ταινία, που έκανε διάσημο τον Αγγελόπουλο στο εξωτερικό, θεωρείται ίσως η κορυφαία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ περιλαμβάνεται σε λίστες με τις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, που συντάσσονται κατά καιρούς από τους κινηματογραφικούς κριτικούς. Η ταινία θα ήταν υποψήφια για Βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή τη θεώρησε πολύ «αριστερή» για να εκπροσωπήσει τη χώρα μας, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων.

Το τρίπτυχο κλείνουν Οι Κυνηγοί, μια ταινία που εκτυλίσσεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977. Μία ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ' την πληγή του, παρ' όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Οι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης (μαζί τους κι ένας ανανήψας αριστερός), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος.

Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε την ταινία Μεγαλέξαντρος, που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, το πρώτο μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη. Στην ταινία του αυτή ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την ιστορία ενός ληστή των αρχών του 20ου αιώνα (τον υποδύεται ο Ιταλός ηθοποιός Όμερο Αντονούτι), για να καταπιαστεί με το πρόβλημα του σοσιαλισμού και των διαφόρων ιδεολογικών συγκρούσεων στο χώρο της Αριστεράς. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων γνωρίζεται με τη διευθύντρια παραγωγής Φοίβη Οικονομοπούλου, η οποία είναι από τότε η σύντροφος της ζωής του. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρεις κόρες, την Άννα (1980), την Κατερίνα (1982) και την Ελένη (1985).

Μετά τον Μεγαλέξανδρο, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει δύο ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Το 1981 για την ΥΕΝΕΔ το Χωριό ένα, κάτοικος ένας, διάρκειας 20 λεπτών, που αναφέρεται στην εγκατάλειψη του χωριού Νέα Σεβάστεια του νομού Θεσσαλονίκης από τον τελευταίο του κάτοικο και το 1983 το διάρκειας 43 λεπτών Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη, μία διαφορετική Αθήνα, της ιστορίας και του προσωπικού μύθου του σκηνοθέτη, που προβλήθηκε από την ΕΡΤ.

Το 1984, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει το Ταξίδι στα Κύθηρα, την πρώτη ταινία από την «τριλογία της σιωπής», όπως την ονομάζει. Ένας μαχητής του Εμφυλίου Πολέμου (τον υποδύεται ο Μάνος Κατράκης) επιστρέφει ύστερα από τριάντα χρόνια εξορίας στην Τασκένδη, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στα γυρίσματα του «Μελισσοκόμου»

Ακολουθεί ο Μελισσοκόμος (1986), μια ταινία δρόμου, με πρωταγωνιστή ένα συνταξιούχο δάσκαλο και νυν μελισσοκόμο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος διασχίζει τη χώρα με τις κυψέλες του, ακολουθώντας το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστή ένα σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η «τριλογία της σιωπής» κλείνει με το Τοπίο στην Ομίχλη (1988), μία μεταφυσική ταινία δρόμου, μια υπαρξιακή Οδύσσεια δύο νεαρών παιδιών που αναζητούν τον πατέρα τους. Η ταινία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας.

Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ξανασυναντήθηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991). Ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός υποδύεται ένα πολιτικό, ο οποίος μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση, παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του κι εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει κανένα ίχνος. Στο ρόλο της συζύγου του, η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας στη Φλώρινα, ο οικείος μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) μη συμφωνόντας με το περιεχόμενο της ταινίας αφόρισε τον Αγγελόπουλο (17 Δεκεμβρίου 1990). Το συμβάν απασχόλησε για μέρες τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου.

Το 1995, ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία Το Βλέμμα του Οδυσσέα, με ήρωα έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (τον υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο οποίος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ, όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του ήρωα της ταινίας (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών, προς μεγάλη απογοήτευση του Αγγελόπουλου, που θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ (ο Χρυσός Φοίνικας) και με δηλώσεις προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του Φεστιβάλ.

Ο Θ. Αγγελόπουλος παραλαμβάνει τον Χρυσό Φοίνικα

Οι Κάννες διόρθωσαν το «λάθος» τους τρία χρόνια αργότερα, όταν του απένειμαν τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του Αιωνιότητα και μία μέρα, με πρωταγωνιστή τον Μπρούνο Γκαντζ στον ρόλο ενός θνήσκοντος συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί τον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μια τυχαία συνάντησή του μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό φίλο του κάτι από τη γνώση του.

Το Λιβάδι που δακρύζει (2004) είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που σκόπευε να γυρίσει ο Αγγελόπουλος. Διατρέχει την ελληνική ιστορία από το 1919 έως το 1949, μέσα από τις περιπέτειες μιας ομάδας Ελλήνων προσφύγων που εγκαταλείπουν την Οδησσό το 1919, όταν καταφθάνει στην περιοχή ο Κόκκινος Στρατός και εγκαθίστανται στην Ελλάδα.

Το 2008 γυρίζει το δεύτερο μέρος της τριλογίας Η Σκόνη του Χρόνου. Ένας ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης (Βίλεμ Νταφόε) γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, ένα μακρύ ταξίδι στη μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με γυρίσματα στο εξωτερικό.

Στα τέλη του 2011 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας Η άλλη θάλασσα, που θα αναφερόταν στην ελληνική κρίση και θα ολοκλήρωνε την τριλογία. Όμως, το νήμα της ζωής του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη κόπηκε ανεπάντεχα αργά το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 2012 στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, όπου μεταφέρθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τον είχε χτυπήσει μία διερχόμενη μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.

Στρατιωτικό κίνημα αριστερών αξιωματικών στην Πορτογαλία, που οδήγησε στην κατάλυση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας, μετά 48 χρόνια. Εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 25ης Απριλίου 1974 και ήταν σχεδόν αναίμακτο, με τέσσερις μόνο νεκρούς. Έμεινε στην ιστορία ως «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» («Revolucao dos Cravos» στα πορτογαλικά), επειδή πολλοί κυβερνητικοί στρατιώτες είχαν τοποθετήσει στις κάννες των όπλων τους γαρύφαλλα, με την προτροπή των εξεγερμένων κατοίκων.

Η Πορτογαλία από τις 26 Μαΐου 1926 κυβερνιόταν δικτατορικά, από τους στρατιωτικούς, που είχαν ανατρέψει το εύθραυστο δημοκρατικό καθεστώς. Στους κόλπους της χούντας αναδείχθηκε η προσωπικότητα του καθηγητή οικονομικών Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, ο οποίος κυβέρνησε από το 1932 έως το 1968, όταν λόγω εγκεφαλικού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία. Ο Σαλαζάρ δημιούργησε το «Νέο Κράτος», ένα καθεστώς με πολλά στοιχεία φασισμού. Τον διαδέχθηκε ο καθηγητής Νομικής Μαρσέλο Καετάνο, ο οποίος κυβέρνησε ως το 1974, όταν ανετράπη από τους στρατιωτικούς.

Στις αρχές της δεκαετίας του '70, η Πορτογαλία αιμορραγούσε οικονομικά. Η προσπάθεια διατήρησης της αποικιακής της δύναμης απορροφούσε το 40% του προϋπολογισμού. Κάποιοι από τους χαμηλόβαθμους στρατιωτικούς, που ήταν δυσαρεστημένοι από την πορεία της χώρας και την επαγγελματική τους εξέλιξη, συγκρότησαν το «Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων», με σκοπό να αλλάξουν την κατάσταση.

Με απόλυτα συνωμοτικό τρόπο και κάτω από τη μύτη της δικτατορίας Καετάνο, αποφάσισαν να κινηθούν δυναμικά το ξημέρωμα της 25ης Απριλίου 1974, με αρχηγό τον ταγματάρχη Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο. Τα συνθηματικά της εξέγερσης θα ήταν δύο τραγούδια. Το πρώτο με τίτλο «Μετά το Αντίο» («E depois do adeus»), με ερμηνευτή τον Πάουλο ντε Καρβάλιο, εκπροσωπούσε τη χώρα στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, που γινόταν αργά το βράδυ της 24ης Απριλίου και αποτέλεσε το γενικό πρόσταγμα για τους πραξικοπηματίες. Το δεύτερο τραγούδι με τίτλο «Γκράντολα, μελαψή πόλη» («Grandola, Vila Morena») του αντιστασιακού τραγουδιστή Ζέκα Αφόνσο, ακούστηκε στις 12:20 τα ξημερώματα από το κρατικό ραδιόφωνο, δίνοντας το έναυσμα της εξέγερσης.

Έξι ώρες αργότερα, το δικτατορικό καθεστώς είχε σχεδόν καταρρεύσει. Οι χιλιάδες κόσμου, που, εν τω μεταξύ, είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους της Λισαβόνας, προέτρεψαν τους κυβερνητικούς στρατιώτες να ενωθούν με τους επαναστάτες και να βάλουν στις κάννες των όπλων τους από ένα κόκκινο γαρύφαλλο, που την εποχή της άνοιξης αφθονούν στην Πορτογαλία. Ο δικτάτορας Καετάνο αργά το απόγευμα αναχώρησε για τη Βραζιλία και δεν επέστρεψε ποτέ στη χώρα, μέχρι το 1980 που πέθανε.

Τη διακυβέρνηση της Πορτογαλίας θα αναλάβει για τα επόμενα δύο χρόνια η επταμελής «Χούντα Εθνικής Σωτηρίας», με επικεφαλής τον στρατηγό Αντόνιο Ριμπέιρο ντε Σπίνολα. Την περίοδο αυτή δόθηκε στους κόλπους της σκληρή μάχη για την εξουσία μεταξύ αριστερών και δεξιών αξιωματικών. Η επικράτηση των μετριοπαθών δυνάμεων οδήγησε στο σημαδιακό 1976. Το έτος αυτό ψηφίστηκε το νέο δημοκρατικό Σύνταγμα κι έγιναν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές, που ανέδειξαν στην Προεδρία τον στρατηγό Αντόνιο Ραμάλιο Εάνες και στην πρωθυπουργία τον σοσιαλιστή Μάριο Σοάρες. Η Πορτογαλία μπήκε οριστικά σε δημοκρατική ρότα και το 1986 έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως άμεσο αποτέλεσμα της επικράτησης των επαναστατών ήταν η διάλυση της αποικιοκρατικής Πορτογαλίας. Η Γουϊνέα - Μπισάου κέρδισε την ανεξαρτησίας της το 1974 κι ένα χρόνο αργότερα η Μοζαμβίκη, η Αγκόλα, το Σάο Τομέ ε Πρίνσιπε και τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Η «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» προκάλεσε το «τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού», όπως το ονόμασε ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Χάντιγκτον, που εξαπλώθηκε στην Ελλάδα (24 Ιουλίου 1974), την Ισπανία (1975) και τη Λατινική Αμερική.

ΠΗΓΗ: sansimera.gr

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot