Στα πλαίσια της συμπλήρωσης των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, θεωρώ ότι έχω χρέος, ως πρόεδρος του δικηγορικού Συλλόγου Κω, να αναδείξω μια σπουδαία δίκη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, που αποτελεί σημείο αναφοράς στην προσπάθεια του επαναστατημένου έθνους να συγκροτηθεί σε κράτος δικαίου.

Έχει τεράστια σημασία τούτες τις μέρες να καταδείξουμε έναν αγώνα εξίσου σημαντικό με αυτόν της πολεμικής αναμέτρησης. Την δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, που επικράτησε ιστορικά να λέγεται η δίκη των στρατηγών. Η δίκη αυτή διεξάγεται με κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τις Εθνοσυνελεύσεις και τα πρώτα Συντάγματα. Έχει ήδη θεσπιστεί η διάκριση των εξουσιών με την κατοχύρωση του Δικαστικού Σώματος. Είναι αξιοσημείωτη η μεγάλη σπουδή των προγόνων μας, στην συνταγματική θωράκιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με έμφαση σε αυτό της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

Το έτος 1834 έχει καταγραφεί μια σοβαρή μάχη του δικηγορικού σώματος με την κρατική αυθαιρεσία. Στην δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα έχει αναδειχθεί με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ο σημαντικός ρόλος του δικηγόρου στην απονομή της δικαιοσύνης. Έχει αποδειχθεί περίτρανα, ότι ο δικηγόρος δεν είναι τυχαία συλλειτουργός της δικαιοσύνης, αλλά καθοριστικός παράγοντας στην απόδοση του δικαίου.

Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη σε ένα τουρκικό τζαμί της πόλης του Ναυπλίου. Καθήκοντα Εισαγγελέα, είχε ο Εδουάρδος Μάσον. Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, που είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση στον Αγώνα. Έγινε δικηγόρος μετά την απελευθέρωση και ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις, υπηρετώντας ξένα συμφέροντα. Ένας ξένος, που κάτω από την ταμπέλα του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων.

Η τακτική του Μάσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι υπήρχε σοβαρό έλλειμα στη νομική του παιδεία. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες και να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια. Πήγε στο Ιτς Καλέ, για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο «Γέρο του Μοριά» και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει. Ο Κολοκοτρώνης, με την θυμοσοφία που τον διέκρινε, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου, που για να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω».

Από όλες τις κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε με τον τρόπο που ήθελαν οι δικονομικοί κανόνες. Έλλειπαν παντελώς οι επαρκείς ενδείξεις που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, για «εσχάτη προδοσία».

Επί είκοσι ημέρες παρέλασαν 44 μάρτυρες κατηγορίας και 115 μάρτυρες υπεράσπισης.

Ακολούθησαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις του Επιτρόπου Μάσον και των συνηγόρων υπεράσπισης.

Η αγόρευση του Μάσον κράτησε πεντέμισι ώρες. Ήταν μια επανάληψη του Κατηγορητηρίου και των όσων είχαν υποστηρίξει οι μάρτυρες κατηγορίας. Κατέληγε δε ως εξής: «Επιμένω εις την κατηγορίαν και με τα δόντια και τα νύχια μου θα την υποστηρίξω. Διακηρύττω, λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους, και απαιτώ τον θάνατόν τους!».

Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα). Δυστυχώς ένα σημαντικό μέρος των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν εξαφανιστεί.

Ο Βαλσαμάκης ήταν δεδηλωμένος ρωσόφιλος, που είχε διοριστεί από τον Καποδίστρια επιθεωρητής των εισαγγελιών, αλλά είχε παυτεί από την Αντιβασιλεία. Η αγόρευση του Βαλσαμάκη ήταν υπερδιπλάσια αυτής του Κλωνάρη. Εντυπωσίασε τόσο πολύ, που όταν ο Κουμουνδούρος ως Πρωθυπουργός της χώρας, επισκέφθηκε την Κεφαλονιά στα 1872, δηλαδή 30 χρόνια μετά, αναζήτησε τον Βαλσαμάκη και τον συνεχάρη για εκείνη την αγόρευση.

Τελειώνοντας την αγόρευσή του ο Βαλσαμάκης έθεσε υπό αμφισβήτηση τις επιμέρους τοποθετήσεις του Επιτρόπου Μάσον και τον προκάλεσε να απαντήσει σε μια σειρά έντονων ερωτημάτων, δηλώνοντας ότι θα περιμένει τις απαντήσεις του, κατά την διάρκεια της δευτερολογίας. Κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Ακολούθησε η αγόρευση του Χριστόδουλου Κλωνάρη. Ο Κλωνάρης ήταν γνωστός αγγλόφιλος, και φίλος του Μαυροκορδάτου, υπουργός της δικαιοσύνης στην προηγούμενη «κυβέρνηση Τρικούπη», που είχε και αυτός παυτεί από την Αντιβασιλεία.

Ο Κλωνάρης, μετά την προεισαγωγική και υμνητική για τους δύο ήρωες αγόρευσή του, ανάλυσε και αποκάλυψε τα πραγματικά αίτια της δίκης. Συγκρίνοντας τις μαρτυρικές καταθέσεις, κατηγορίας και υπερασπίσεως, απέδειξε με ατράνταχτα επιχειρήματα, ότι οι περισσότεροι των στρατολογημένων μαρτύρων κατηγορίας, θα μπορούσαν να λογισθούν ως μάρτυρες υπερασπίσεως. Αναλύοντας με λεπτομέρεια τα στοιχεία, υπογράμμισε με παρρησία «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως», γιατί όπως τόνισε, από την κατηγορία λείπει το κύριο σώμα, η απόδειξη. Δηλαδή η ανακάλυψη του εγκλήματος.

Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε την αγόρευσή του με μια αναγωγή του αποδεικτικού υλικού στους κανόνες δικαίου, για να καταλήξει σε ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου είχαν πολεμήσει οι κατηγορούμενοι για «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους, ξέσπασαν σε λυγμούς.

Ακολούθησε η δραματική φάση της δίκης. Ο Μάσον, αρνείται να απαντήσει στους συνηγόρους της υπεράσπισης, με την εξήγηση ότι «κρίνει περιττόν να χάνει τον καιρόν του». Και ενώ παραιτείται ο ίδιος της δευτερολογίας, απαιτεί να μη δευτερολογήσουν και οι συνήγοροι. Εκείνοι διαμαρτύρονται. Ο πρόεδρος Πολυζωίδης επεμβαίνει. Τονίζει ότι «ο κ. επίτροπος χρεωστά να απαντήσει. Η ανάπτυξης της κατηγορίας υπήρξεν ελλιπής. Έχει χρέος να την συμπληρώσει, άλλως οι συνήγοροι έχουν χρέος να την συμπληρώσουν». Η δήλωση αυτή του προέδρου Πολυζωίδη στηρίζεται

στις θεσπισμένες δικονομικές αρχές. Παρά όμως τις θεσμικές εγγυήσεις, με τη δήλωσή του αυτή ο Πολυζωίδης αρχίζει την ιστορική του μάχη με το καθεστώς της αυθαιρεσίας και της αδικίας. Είναι η μάχη που θα τον καταστήσει σύμβολο της ελληνικής δικαιοσύνης. Είναι ο λόγος για τον οποίο η προτομή του κοσμεί τις αίθουσες των δικαστηρίων και το άγαλμά του δεσπόζει σε περίοπτες θέσεις πολλών δικαστικών μεγάρων της χώρας μας. Είναι ο δικαστής που μαζί με τον Τερτσέτη, οδηγήθηκαν σε δίκη αμέσως μετά την δίκη των στρατηγών. Έγιναν οι ίδιοι κατηγορούμενοι στην περιβόητη δίκη των δικαστών.

 

Η δίκη των στρατηγών αποτέλεσε την πρώτη ήττα των συνταγματικών κανόνων στην αναμέτρησή τους με την αυθαιρεσία του κράτους. Η ήττα αυτή όμως, δεν αναιρεί τον αγώνα των υπερασπιστών. Στο διάβα της ιστορίας οι αναμετρήσεις αυτού του είδους πολλαπλασιάστηκαν. Δοκιμάστηκαν πολύ οι αξίες μας. Ο δικανικός λόγος πολλές φορές ποινικοποιήθηκε. Πολλοί συνάδελφοι διώχθηκαν για τις υπερασπιστικές τους επιλογές. Ατιμάστηκαν και φυλακίστηκαν. Ποτέ όμως ο κατηγορούμενος δεν έμεινε χωρίς υπεράσπιση. Όσα καθεστώτα θέλησαν να περιχαρακώσουν την δημοκρατία, ξεκίνησαν από το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην υπεράσπισή του. Εκεί, η μάχη με το δικηγορικό σώμα ήταν αναπόφευκτη. Και ευτυχώς για μας τους δικηγόρους, υπήρξαν εξαιρετικές παρουσίες σε όλους τους αγώνες και σε όλες τις εποχές.

Η δίκη των στρατηγών και η δίκη των δικαστών που ακολούθησε, δίδαξαν όχι μόνο την αναγκαιότητα στην διάκριση των εξουσιών, που είχε ήδη θεσπιστεί, αλλά και την ανάγκη για την θωράκιση αυτής της διάκρισης, από τις αυθαιρεσίες των κυβερνώντων. Οι δίκες εκείνες απέδειξαν ότι ο Συνταγματικός νόμος, ήταν το υπερόπλο για την μετάβαση από την ένοπλη δράση στην πολιτεία ανθρώπων. Η δίκη των στρατηγών, ανέδειξε, πόσο ουσιαστική ήταν η σύλληψη της ιδέας, ότι το νεοσύστατο κράτος δεν θα είχε συνέχεια, χωρίς τα συντάγματα της Επιδαύρου, του Άστρους και των άλλων που ακολούθησαν. Αν δεν έμπαιναν από την αρχή οι κανόνες θωράκισης των πολιτών από την αυθαιρεσία των διοικούντων.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά την επανάσταση και την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους, θεωρώ ότι έχουμε χρέος, να αναδείξουμε το έργο των δικηγόρων στη δίκη εκείνη. Έχουμε χρέος να διαμηνύσουμε σε όλους ότι οι υπερασπιστές των στρατηγών, ήταν οι πρώτοι δικηγόροι στο νεοσύστατο κράτος που έδειξαν ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ της νομοθετικής επιταγής και της απόδοσης του δικαίου στην πράξη. Ότι οι συνταγματικές επιταγές χρειάζονται «παλικάρια» να τις υπερασπιστούν και να τις εφαρμόσουν. Ο Βαλσαμάκης και ο Κλωνάρης, ήταν οι πρώτοι συνήγοροι υπεράσπισης, που με την δικανική τους φωνή ανέδειξαν ότι η θωράκιση του δικαιώματος του κατηγορούμενου είναι το πιο ισχυρό αντίδοτο στην κρατική αυθαιρεσία. Ότι οι εγγυήσεις μας δίκαιης δίκης, είναι άμεση συνέπεια της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος και ένα από τα βασικότερα συστατικά της δημοκρατίας. Εκείνη η υπεράσπιση έδειξε για πρώτη φορά στο νεοσύστατο κράτος, τον σημαντικό ρόλο του δικηγόρου στην απονομή της δικαιοσύνης. Έδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ότι το δημοκρατικό πρόσημο μιας πολιτείας, καθορίζεται από τον βαθμό της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην πράξη. Από την

αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων και την αναγνώριση του κατοχυρωμένου τεκμηρίου αθωότητας. Και όταν οι δικαστικές αποφάσεις δεν εναρμονίζονται με αυτές τις αρχές, απομένουν για πάντα ελλειμματικές. Τόσο, όσο και η απόφαση των στρατηγών, που εξαιτίας της γύμνιας της έμεινε ανεφάρμοστη και δεν εκτελέστηκε ποτέ η θανατική ποινή.

Οι δύο αυτοί δικηγόροι, ο Βαλσαμάκης και ο Κλωνάρης, έδωσαν έναν σημαντικό αγώνα στην προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το ίδιο σημαντικό με αυτόν των δικαστών. Αποδεικνύοντας στην πράξη, ότι η δίκαιη δίκη δεν είναι τίποτα άλλο, από το σημείο που ισορροπούν οι αντίρροπες δυνάμεις των συλλειτουργών του δικαίου.

Τιμή και δόξα λοιπόν σε αυτούς τους σπουδαίους συναδέλφους του παρελθόντος, που μαζί με τους δικαστές, Τερτσέτη και Πολυζωίδη, μας έκαναν όλους περήφανους.

 

Μανώλης Χατζηάμαλλος

 

 

Γόνιμο και άκρως εποικοδομητικό χαρακτήρισε το διήμερο των επαφών του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Πάνου Αλεξανδρή με τον δικηγορικό σύλλογο του νησιού μας, τους τοπικούς φορείς αλλά και θεσμικούς εκπροσώπους της Κω, σε δηλώσεις του στο Kos TV o Πρόεδρος του Δικηγορικού συλλόγου Κω Μ. Χατζηάμαλλος.

Στον απόηχο της επίσκεψης του Γ.Γ. ο κ. Χατζηάμαλλος σημείωσε ότι κατά την παρουσία του Κ. Αλεξανδρή συζητήθηκαν διεξοδικά όλα τα προβλήματα που απασχολούν τους δικηγόρους της περιοχής μας, με τον Γ.Γ. να δεσμεύεται για την εξεύρεση λύσης σε όσα άπτονται της δικής του αρμοδιότητας συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος ενίσχυσης του κτηματολογίου Κω με τοπογράφο-μηχανικό. Βέβαια το ζήτημα που κυριάρχησε σε όλες τις συσκέψεις δεν ήταν άλλο από εκείνο της κατασκευής νέου δικαστικού μεγάρου που αποτελεί επιτακτική ανάγκη για το νησί μας, ωστόσο όπως τονίζει ο πρόεδρος των δικηγόρων της Κω πέραν τούτου τέθηκαν επί τάπητος και συζητήθηκαν μία σειρά από ζητήματα που απασχολούν συνολικά την δικηγορική κοινότητα. Κλείνοντας ο ο Πρόεδρος των δικηγόρων συμπληρωματικά ανέφερε ότι υπ΄όψιν του Γενικού Γραμματέα, τέθηκαν μεταξύ άλλων και ζητήματα που εδώ και έναν περίπου χρόνο προβληματίζουν άμεσα ή έμμεσα των κλάδο των δικηγόρων, δυσκολεύοντας την επαγγελματική τους καθημερινότητα και επιβίωση αφού εξαιτίας της πανδημίας αντιμετωπίζουν επιπρόσθετα προβλήματα κατά την άσκηση των νομικών τους καθηκόντων και αυτά έχουν να κάνουν κατά κύριο λόγο με τον τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων όλης της Επικράτειας.

 https://www.kostv.gr/nea/topika/5263-m-xatziamallos-akros-epoikodomitiko-itan-to-diimero-ton-epafon-me-ton-g-g-tou-yp-dikaiosynis-stin-ko

Απέναντι στην δοκιμασία της πανδημίας, επιμένουμε πεισματικά.

Διοργανώσαμε συμβολικά και για δεύτερη φορά, εθελοντική αιμοδοσία, προς τιμήν όλων όσων τις δύσκολες αυτές ώρες στέκονται δίπλα στον συνάνθρωπό τους με οποιαδήποτε ιδιότητα.

Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούμε να επιβραβεύσουμε την προσπάθεια αυτών των σημαντικών ανθρώπων. Η διάθεση προσφοράς τους είναι συγκινητική. Η προθυμία τους να συνεισφέρουν, μας υπενθυμίζει ότι κωπηλατούμε προς την σωστή κατεύθυνση.

Εγώ ως πρόεδρος συγχαίρω όλους τους συναδέλφους και τους φίλους-συνδημότες μας, για την σπουδαία αυτή πράξη τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

 

Μανώλης Χατζηάμαλλος

ΒΙΝΤΕΟ Μ. Χατζηάμαλλος: 320 υποθέσεις που διακόπηκαν στα μέσα του καλοκαιριού λόγω COVID 19 δικάζονται αυτή την περίοδο

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΕΛΕΝΗΣ ΤΟΠΑΛΟΥΔΗ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΣΕ ΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

 

Αγαπητοί συνδημότες,

Πιστός στην επικοινωνία μου μαζί σας, θεωρώ ότι πρέπει να τοποθετηθώ σε ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη και αφορά την δίκη για την άτυχη κοπέλα που δολοφονήθηκε με τον πιο στυγερό τρόπο στην Ρόδο. Δράστες δύο νεαρά παιδιά τα οποία δυστυχώς πέρασαν κάθε ανθρώπινο όριο και μετατράπηκαν σε τέρατα, αφαιρώντας πολύ εύκολα και χωρίς κανένα ενδοιασμό μια ανθρώπινη ζωή. Ύστερα από 1,5 χρόνο περίπου η δίκη διεξήχθη στο ακροατήριο του Εφετείου Αθηνών από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Κατά την άνω δίκη η αγόρευση της Εισαγγελέα της έδρας αποτέλεσε σημείο διαφωνίας με τον δικηγορικό κόσμο και ανάγκασε τον πρόεδρο της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων να παρέμβει και να καταδικάσει κάποιες τοποθετήσεις της άνω Εισαγγελέα, αναφορικά με τον ρόλο των δικηγόρων στο ποινικό φαινόμενο και την ποινική δίκη.

Η αγόρευσή της, αποτέλεσε σημείο αντιδικίας μεταξύ μας, διότι η παραπάνω Εισαγγελική λειτουργός επιχείρησε ανεπίτρεπτα, να βάλει διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των συλλειτουργών της δικαιοσύνης και προέβη σε μια συλλήβδην κατηγοριοποίηση αυτών, σε καλούς και κακούς, κατατάσσοντας φυσικά τους δικηγόρους στην δεύτερη κατηγορία.

Η άνω Εισαγγελέας της έδρας καταφέρθηκε συλλήβδην εναντίον του δικηγορικού σώματος αναφέροντας ότι «από την στιγμή που οι δικηγόροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για την συσκότιση της αλήθειας». Στη συνέχεια και σε ειρωνικό τόνο είπε: «Έχω ακούσει από συνηγόρους κατηγορουμένων να λένε ότι είμαστε συλλειτουργοί της δικαιοσύνης. Συλλειτουργός της δικαιοσύνης είναι αυτός που αποσκοπεί σε αυτό που αποσκοπεί όλη η δικαιοσύνη. Στην ανεύρεση της αλήθειας.. υπάρχει κοινή γραμμή. Κοινή γραμμή για διάχυση της ευθύνης. Παίζεται και από τους δικηγόρους αυτό το παιχνίδι… Αποσκοπεί όχι στους δικαστές αλλά στους ενόρκους». Και στην ίδια ως άνω αγόρευσή της αναφέρει ότι οι συνήγοροι συμβουλεύουν τους εντολείς τους με αντιφατικές ή άλλες καταθέσεις να διασπείρουν αμφιβολίες στους δικαστές : «πείτε τα έτσι και μετά πείτε αλλιώς και έτσι όλο και κάποια αμφιβολία θα γεννηθεί».

Θα πρέπει εκ προοιμίου να ξεκαθαρίσω ότι απευθύνομαι σε σας, όχι μόνο από υποχρέωση υπεράσπισης του κλάδου και των συναδέλφων μου ως πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κω, αλλά από ανάγκη προάσπισης του ίδιου του νόμου, τον οποίο κατάφωρα η άνω εισαγγελέας παρέφρασε και παραβίασε.

Θέλω να πιστεύω πως ο έντονος συναισθηματισμός της υπόθεσης την παρέσυρε. Η δημοσιότητα της δίκης την οδήγησε σε παραλήρημα ώστε να περάσει την γραμμή. Εκείνη την γραμμή που ο νομοθέτης έβαλε ακριβώς για να αφαιρέσει ένα τέτοιο ισχυρισμό από τον κάθε Εισαγγελέα, αλλά και τον κάθε λειτουργό της Δικαιοσύνης.

Αν αυτά που αναφέρει η κ. Εισαγγελέας ισχύουν, τότε περιμένουμε να ασκήσει δίωξη σε όσους δικηγόρους συνέπραξαν σε ένα τέτοιο ολίσθημα. Αν οι δικηγόροι διαστρεβλώνουν την αλήθεια, δεν έχει παρά να επιδιώξει την ποινική και πειθαρχική δίωξη αυτών. Και φυσικά θα πρέπει να απολογηθεί γιατί δεν το έκανε μέχρι σήμερα. Και για να επιχειρηματολογήσουμε νομικά, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα οι συνήγοροι δεν έχουν διωχθεί, αποτελεί αμάχητο τεκμήριο κατά της Εισαγγελικής άποψης.

Δεν χρειάζονται λοιπόν τέτοιες αφοριστικές κουβέντες που εμποτίζουν την κοινωνία με μια κακή και προβληματική ή άλλως αινιγματική συμμετοχή των δικηγόρων στο ποινικό φαινόμενο. Πολύ περισσότερο όταν οι απόψεις της Εισαγγελέως διασπείρουν μια αναπόδεικτη άποψη για διαρκή προσπάθεια στρέβλωσης της αλήθειας και συγκάλυψης αυτής από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων.

Αγαπητοί συμπατριώτες, ο ρόλος του Δικηγόρου είναι καθορισμένος στον κώδικα περί δικηγόρων, όπου στα πρώτα άρθρα του αναφέρεται:

Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου.
Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα Ελληνικά ή διεθνή.
Ακολούθως στο άρθρο 5 του κώδικα δεοντολογίας κατοχυρώνονται οι Θεμελιώδεις αρχές και αξίες στην άσκηση της δικηγορίας :

Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του:

α) Υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, το Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

β) Ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας και διατυπώνονται στον Κώδικα.

γ) Τηρεί εχεμύθεια, απαραβίαστη υπέρ του εντολέα του, για όσα αυτός του εμπιστεύθηκε ή περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.

δ) Δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε, εκτός εάν συγκεκριμένη πράξη, ενέργεια ή παράλειψη στο πλαίσιο της εντολής έρχεται σε αντίθεση με το καθήκον του.

ε) Διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης, δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του.

Οι παραπάνω διατάξεις ορίζουν με το πλέον σαφή τρόπο το ρόλο του δικηγόρου ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, καθορίζουν την δράση του σε κάθε πτυχή του ποινικού φαινομένου και οριοθετούν την σχέση του με τον εγκληματία εντολέα του, όσο αδίστακτος και αν είναι αυτός. Όσο ειδεχθές κι αν είναι το έγκλημα που έχει διαπράξει.

Φυσικά ο νομοθέτης δεν αρκείται μόνο στην οριοθέτηση της δράσης του δικηγόρου. Έχει θεσπίσει διωκτικούς κανόνες για όσους παραβαίνουν το καθήκον τους. Έχει μηχανισμούς ασφαλείας και κάθαρσης του δικηγορικού λειτουργήματος. Πρόκειται για τα άρθρα από 139 έως 159 του Κώδικα Δικηγόρων που καθορίζουν την πειθαρχική διαδικασία, για παραβάτες δικηγόρους, όχι μόνο για όσους υποπίπτουν σε ποινικά αδικήματα, αλλά και όσους παραβαίνουν τους κανόνες δεοντολογίας.

Ο δικηγόρος λοιπόν έχει καθήκον εχεμύθειας απέναντι σε οποιονδήποτε του εμπιστεύθηκε γεγονότα ενόψει της αναθέσεως μιας υποθέσεως, άσχετα αν τελικά την ανέλαβε ή όχι. Την ίδια στιγμή έχει καθήκον να συμβάλει στην ανεύρεση της αλήθειας. Βεβαίως αν θεωρεί την υπόθεση ανήθικη έχει το δικαίωμα να μην την αναλάβει. Και τότε όμως, οι πληροφορίες και οι ανακοινώσεις προς αυτόν εμπίπτουν στη σφαίρα του απορρήτου. Το μεγάλο ζητούμενο λοιπόν, είναι η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των δύο κορυφαίων θεσμών που ποινικού μας συστήματος. Όταν ο θεσμός της προστασίας του απορρήτου συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον που συναρτάται με την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ενώ αρχικά φαίνεται ότι η παραπάνω σύγκρουση είναι αδιέξοδη, εντούτοις δεν είναι. Ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης έχει την λύση. Υπερισχύει η προστασία του απορρήτου, ως ηθική έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας η οποία προστατεύεται απόλυτα. Έτσι, προστατεύεται απόλυτα η ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου, χωρίς να επηρεάζεται η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ο νομοθέτης δέχεται ότι σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να λειτουργήσουν οι υπόλοιποι δικαιϊκοί μηχανισμοί αναζήτησης της αλήθειας και υποστήριξης της κατηγορίας. Όπως ο θεσμός του εισαγγελικού λειτουργήματος και οι υπηρεσίες αντεγκληματικής δράσης.

Είναι λοιπόν ο ρόλος του δικηγόρου – υπερασπιστή συγκεκριμένος στην ποινική καταστολή, όπως και ο ρόλος των υπολοίπων συλλειτουργών της δικαιοσύνης. Είναι ρόλοι με διφυή χαρακτήρα. Άλλοτε διακριτοί και άλλοτε σε συμπληρωματική μεταξύ τους σχέση. Άλλοτε επιδιώκουν την αλήθεια με ομόρροπη δράση, άλλοτε μέσα από μια γόνιμη αντιπαράθεση. Αυτό συμβαίνει στην απόλυτη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Αυτός είναι σχηματικά αλλά και θεσμικά ο μηχανισμός καταστολής και απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η παραπάνω σχέση γίνεται προβληματική, τότε πρέπει να διερευνηθεί ενδεχόμενη συμμετοχή κάποιας πλευράς στην παρεμπόδιση του μηχανισμού. Αν το πρόβλημα εντοπίζεται σε δράση του δικηγόρου-υπερασπιστή, τότε πρέπει να διερευνηθεί τυχόν αξιόποινη συμμετοχή αυτού στην εγκληματική δράση του εντολέα του.

Είναι άλλο λοιπόν να στηλιτεύεις μια αξιόποινη συμμετοχή δικηγόρου στην εγκληματική δράση του εντολέα του και άλλο να εκφράζεις μια εμετική άποψη για τον ρόλο των δικηγόρων στην ποινική διαδικασία.

Αγαπητοί συμπατριώτες, πρέπει να ξέρετε ότι ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου που τον θεωρεί ανήθικο, όμως δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την υπεράσπιση του ιδίου ανθρώπου, όταν τον υποχρεώσει η πολιτεία. Το Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα έχει κάνει πρωτοποριακές επιλογές σε σχέση με πολλά αντίστοιχα δίκαια, ακόμη και προηγμένων χωρών. Διορίζει με κρατικές δαπάνες δικηγόρο, ακόμη και στον πιο στυγερό εγκληματία. Για το αξιακό μας σύστημα, ακόμη και αυτός πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης. Ιδίως αυτός. Στην πιθανότητα να καταδικαστεί ένας αθώος ο Έλληνας νομοθέτης δεν παζαρεύει. Έχει ξεκάθαρη άποψη, εδώ και δεκαετίες.

Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η τοποθέτηση της Εισαγγελέα στην δίκη Τοπαλούδη ήταν άστοχη. Γι’ αυτό και στη δευτερολογίας της αναδιπλώθηκε. Ο αρχικά επιθετικός λόγος όμως για τον ρόλο των δικηγόρων μας πλήγωσαν και δεν πρέπει να μείνει αναπάντητος.

Φυσικά και υπάρχουν δικηγόροι οι οποίοι δεν τιμούν τον όρκο τους. Σε ποιόν άραγε κλάδο ή σε πιο επάγγελμα δεν υπάρχουν τέτοιοι; Γι’ αυτό άλλωστε θεσπίστηκαν τα πειθαρχικά συμβούλια και γι’ αυτό άλλωστε το ποινικό μας σύστημα τιμωρεί αυστηρότερα τα αδικήματα των δικηγόρων. Επειδή τους θεωρεί κρίκους και αρωγούς στην καταπολέμηση του εγκλήματος.

Όταν λοιπόν η Εισαγγελέας της έδρας προσπαθώντας να υποστηρίξει την κατηγορία εναντίον των δύο κατηγορουμένων – στυγερών δολοφόνων, καταφέρεται εναντίον όλων των δικηγόρων και τους προσάπτει την κατηγορία της συγκάλυψης της αλήθειας, ενώ ταυτόχρονα τους αφαιρεί την ιδιότητα του συλλειτουργού της δικαιοσύνης, κάτι δεν πάει καλά. Τότε θα πρέπει να ερευνηθεί αν οφείλεται σε μια συναισθηματική παραδρομή ή σε μια επιδερμική θεώρηση χωρίς υποστηρικτική βάση. Η στάθμιση ανάμεσα στο υπέρτατο δικαίωμα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου και τη λειτουργηματική δράση του δικηγόρου κατά την απονομή της δικαιοσύνης, είναι μια δύσκολη υπόθεση που η κυρία Εισαγγελέας δεν έχει αντιληφθεί. Δεν έχει αντιληφθεί το συγκρουσιακό υπόβαθρο στο δικηγορικό λειτούργημα και το πόσο έντονο γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις. Γι’ αυτό η καταφορά της είναι άδικη. Γι’ αυτό είναι επιπόλαιη, βάζοντας διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, δηλαδή εκεί όπου δεν τις βάζει, ούτε ο ίδιος ο νομοθέτης. Είναι επικίνδυνα γενικευμένη, διότι επιδίδεται σε έναν συλλήβδην αφορισμό του σώματος των δικηγόρων, μην μπορώντας να κατανοήσει την ιδιότυπη σύγκρουση καθηκόντων και το μέγεθός της. Έχει παρανοήσει τον ρόλο του δικηγόρου ο οποίος διάγει σε έναν αέναο αγώνα εξεύρεσης της ισορροπίας ανάμεσα στην υπόστασή του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης και ως υπέρτατος υπερασπιστής των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ακόμη και όταν καλείται ή επιλέγει να υπερασπιστεί τέρατα, όπως αυτά που αφαίρεσαν της ζωή της Ελένης Τοπαλούδη.

 

Κως 16-5-2020

Μανώλης Χατζηάμαλλος

Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κω

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot