H Μαρία Τουλαντά- Παρισίδη για το βιβλίο του Βασίλη Πη « ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»

Φεβρουάριος 18, 2017
jumbo-banner

Παρουσίαση Βιβλίου Βασίλη Πη « ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»
Γράφει η Μαρία Τουλαντά- Παρισίδη
Κως, 11 Φεβρουαρίου 2017

Ο Πης Βασίλης γεννήθηκε στην Κω και μετά τις σπουδές του στη Φυσικομαθηματική σχολή εργάζεται μέχρι σήμερα στο Δημοτικό Οργανισμό Πολιτισμού και Αθλητισμού του Δήμου Κω. Ανέπτυξε μεγάλη συγγραφική δράση. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο ένθετο «βιβλιοθήκη» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία και του περιοδικού Περίπλους της Λέρου. Βιβλία του έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός και Γαβριηλίδη.
Φως στις πλατείες του κόσμου, 1991. Ηλιοστάσιο, Αιγέας, ποιητικό , 1995. Νότιες Σποράδες, ποιητικό, 2000. Το τραγούδι της Γης και τα τραγούδια του μύλου, επίσης ποιητικά. Μπαλάντες για όνειρα και ναυαγοσώστες , 2006. Ο φύλακας της γραμμής, 2010 κ. άλλα.

Κρατάμε σήμερα στα χέρια μας το βιβλίο «Κόκκινες πολιτείες «. Εκδόσεις Γκοβότση, που το αφιερώνει στους φίλους του Μιχάλη Κωνσταντινίδη και Ζαχαρία Παππούλη και κυκλοφόρησε το 2016.
Μ΄ αυτό το βιβλίο ο Βασίλης Πης μας μεταφέρει λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70, την εποχή της απόλυτης, της μοναδικής καλλιέργειας της ντομάτας, στο νησί της Κω. Μας λέει ο συγγραφέας, πως οφείλει να είναι ειλικρινής με την Ιστορία, τον τόπο του, με τον αναγνώστη και προπαντός με την εποχή του, όταν προσπαθεί ν΄ αποδείξει μια άγνωστη πλευρά της Ιστορίας, η οποία είχε τραυματικές εμπειρίες για αρκετές οικογένειες(1957,1961). Πράγματι το καταφέρνει τέλεια και θα το κατανοήσει ο κάθε αναγνώστης που θυμάται το νησί μας καταπράσινο και το μεταμορφώνει με τον τίτλο που δίνει και στο βιβλίο του. Κυριαρχούν χρώματα κι αρώματα στις απέραντες «ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ». Στους αγρούς, στο εργοστάσιο, στους δρόμους, παντού μύριζε ντομάτα μ΄ εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά . Εκτός λοιπόν από τις συναρπαστικές οπτικές εικόνες που μας μεταφέρει, διεγείρει και όλες μας τις αισθήσεις.

Τις εικόνες ζωντανεύουν τα πρόσωπα με τις μοναδικές ιστορίες τους συνηθισμένες για εκείνη την εποχή. «..μας τσίμπησαν τα χρέη σαν μέλισσες. Το κεντρί τους παραμένει μέσα μας και μας πονά, μας τρώει. Πρέπει να βρούμε Παναή, το κουράγιο , να το βγάλουμε. Τόσα στόματα έχουμε να θρέψουμε. Με τα χρέη στο Δούκα, στις τράπεζες και τις απούλητες ντομάτες, δεν θα τα βγάλουμε πέρα. Να φύγουμε να ξενιτευτούμε, μήπως δούμε χαϊρι και προκοπή…. Όταν αρρώστησε ο Αλέξης μας, μέχρι και το βόδι πουλήσαμε για να τον κάνουμε καλά…». Μετά την απόγνωση η περισυλλογή κι η αναζήτηση. «…εκείνο το πρωϊ της αναχώρησης το φως δεν βγήκε. Η αυλή έμεινε ασκούπιστη. Πήρε ο καθένας ότι μπορούσε και τραβήξαμε για το λιμάνι της Χώρας. Μετέωροι, ανάμεσα σ΄ ένα παράξενο μείγμα ελπίδας και φόβου…» . Είναι πολλά τα σημεία, όπως τα παραπάνω που οι ψυχογραφικές ικανότητες του συγγραφέα είναι μοναδικές.

ΕΙΚΟΝΕΣ. «..Από τη γέφυρα του Μεσαιωνικού κάστρου μέχρι την πύλη της Α.ΒΙ.ΚΩ δεν είναι πολύς ο δρόμος. Κάθε πρωί τα φορτηγά με τις ντομάτες εξαφανίζονταν από το έντονο φως του ήλιου. Ο αέρας μύριζε ντοματοπελτέ και ο δρόμος ξυνισμένη ντομάτα. Έβλεπα τα φορτηγά και το Μερσέντες να περνάνε νωρίς το πρωί και να κατευθύνονται στο εργοστάσιο του Συνεταιρισμού…». Αυτές οι εικόνες και άλλες μας μεταφέρουν στην Κω της δεκαετίας ’60- 70. Δεν είναι δυνατόν να τις μεταφέρουμε εδώ, αλλά ο κάθε αναγνώστης θα έχει την ευχέρεια να διαβάσει, να θυμηθεί και να απολαύσει.
Δεν είναι μόνο αυτά, αλλά και οι πολυμελείς οικογένειες που ταλαιπωρούνται μαζί με τα παιδιά τους και σκέπτονται τη φυγή , τη μετανάστευση ως διέξοδο. Εκτός από τους υποτακτικούς του άρχοντα, υπάρχουν και οι μικροί καλλιεργητές, των οποίων οι μικρές ιδιοκτησίες κινδύνευαν να χαθούν.
Οι αναγνώστες θα απολαύσουν τους ρόλους που δίνει ο συγγραφέας στον κάθε ήρωα του. Δούκας, Αρχοντία, Ραγόνης, Παναής Στάλος, Σουλτανιώ, Ρεβελού, Μαριγώ κ. άλλοι. Το τραγικότερο πρόσωπο η μικρή Κυρανιώ. Ο αναπάνεχος θάνατός της και το εύρημα του συγγραφέα να θρηνήσει μαζί με την οικογένεια και ν΄αναδείξει έθιμα της Αγίας Παρασκευής είναι συναρπαστικό.
Πολλά τα σχήματα λόγου αποκαλύπτουν το ταλέντο του Βασίλη Πη, να χειρίζεται επιδέξια το λόγο, την πλούσια Ελληνική γλώσσα. «…ο ήλιος σηκωνόταν ψηλά, έκαιγε σα λαμαρίνα που τη δέρνει η φωτιά. Μια πόλη που μύριζε χυμένη ντομάτα…». « Οι αναμνήσεις μπαίνουν στο σώμα, όπως ο δύτης βυθίζεται στη θάλασσα, όπως ο ήλιος βυθίζεται και απλώνει το κόκκινο χρώμα του , πάνω απ’ τα χωράφια…»
Μέσα σ ΄ όλες αυτές τις απέραντες κόκκινες πολιτείες λοιπόν, υπάρχει ο Κώος πολίτης. Οι αγρότες, καλλιεργητές, τα κοπέλια, οι εργάτες, οι άνθρωποι του μόχθου, οι γονείς, οι παππούδες μας, οι εραστές της γης, αλλά και τα απόμακρα αφεντικά που λογάριαζαν τα μεροκάματα εκμεταλλευόμενοι τους φτωχότερους. Γνωστό και το παροιμιώδες πλέον, Δευτέρα- Τρίτη μια, Τετάρτη –Πέμπτη δυο.
Παρακολουθούμε και μέσα από τα πρόσωπα και τους καλοδουλεμένους χαρακτήρες, την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ. Απεγνωσμένα πρόσωπα , ρυτιδωμένα –σχισμένα χέρια απ’ τον κάματο της ημέρας. Μας έρχεται η μυρωδιά του ιδρώτα, ανακατεμένου με σκόνη και θειάφι .
«…Πρωί-πρωί φεύγαμε για τα χωράφια Έξω απ’ τη χώρα είχε δυο κτήματα-μάνες ο Παναής ο Στάλος, ο πατέρας μου. Δεν ήταν αχαϊρευτα χωράφια, κάγιες όπως τα αποκαλούσαν οι παλιοί ζευγάδες. Το ένα το νοίκιαζε από το Δούκα για να συμπληρώνει την παραγωγή του. Είχε και χρονιά που δούλεψε μόνο στα χωράφια του Δούκα. Μόλις τελειώναμε τα δικά μας χωράφια, πηγαίναμε μαζί με άλλους μικροκαλλιεργητές στα χωράφια του Δούκα. Ο Δούκας είχε πάνω από 650 κουβάνια κυψέλες, ελαιώνες, αμυγδαλεώνες, λαχανόκηπους, απέραντες εκτάσεις για καλλιέργεια βιομηχανικής ντομάτας…». Θα μπορούσαμε ν’ αναφερθούμε και σε άλλα πρόσωπα του βιβλίου που θυμίζουν το ρόλο που έπαιξαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά σ’ εκείνη την εποχή της ντοματοκαλλιέργειας. Όλοι μέσα στη δίνη του μεροκάματου και της αγωνίας για την καλή τύχη της σοδειάς τους. «…Καφάσια δεν είχαμε για τις ντομάτες. Μόνο αυτοί που είχαν μερίδες στο Συνεταιρισμό μπορούσαν να παίρνουν. Πόσες φορές ο πατέρας δεν ξενύχτησε έξω από το εργοστάσιο της βιομηχανικής ντομάτας, της Αγροτικής βιομηχανίας, την Α.ΒΙ.ΚΩ, άτυπης κοινοπραξίας μεταξύ Συνεταιρισμού πωλήσεως και επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων και της Αγροτικής Τράπεζας. Αν ερχόταν το φορτηγό «Μισούρι» ήμασταν τυχεροί… Οι εργάτες μύριζαν χυμένη ντομάτα, και η κόκκινη πολιτεία μύριζε θειάφι, σκόνη και ψημένο δέρμα, σαν πετσί από τον ήλιο….».
Δεν είναι όμως μόνο η καλλιέργεια της ντομάτας, είναι και όλες εκείνες οι σοδειές που γέμιζαν τις αυλές, τα σπίτια και τα παράσπιτα, τους αχυρώνες και τις αποθήκες. Σιτάρια, κριθάρια, βρώμη κ. άλλα που ήταν και η βάση για τις «κουμπάνιες» και καθόριζαν τόσο το ετήσιο εισόδημα, όσο εξασφάλιζαν και την απαραίτητη διαβίωση.
«..Απλωμένες ξερές ντομάτες, κομμένες στη μέση και αλατισμένες για κουμπάνια του χειμώνα. Κρεμασμένα τσαμπιά σταφύλια, βουτηγμένα στο θολόσταχτο για να γίνουν σταφίδες. Πήλινες τσανάκες στη σειρά, γεμάτες τοματόζουμο, να το ψήσει ο ήλιος…»
Λαϊκές συνήθειες βρίσκουν εκφραστές στους ανθρώπους της υπαίθρου.

Οι ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ είναι διάχυτες σε όλο το έργο. Απηχούν τη βαθιά πίστη των ανθρώπων και την απαρέγκλιτη προσήλωσή τους στις παραδόσεις.
Έθιμα που ακόμα και σήμερα κρατούν οι Κώοι με θρησκευτική ευλάβεια. Τιμούν τους νεκρούς και υπεραμύνονται το άδικο. Στο πρόσωπο της μικρής Κυραννιώς διαπράττεται το άδικο. Εκεί δίνεται το ερώτημα αν είχαμε ατύχημα ή βέβηλη πράξη. «Το πείραξαν το κορίτσι !» . Κάποιος έκαμε το κακό. Περιμένουν τη θεία δίκη . Είναι οδυνηρό και τις απαντήσεις θα τις πάρουμε μέσα από την ενδιαφέρουσα πλοκή του έργου και την επιδέξια μυθοπλασία.
Πλέκονται θρύλοι, παραδόσεις, ιστορίες για πολλούς ξεχασμένες, που τώρα μαζί με τα φαντάσματα του πύργου ξαναζωντανεύουν. «Διάττοντα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό, διέγραφαν μια φωτεινή γραμμή και μετά έσβηναν. ΄Ηταν οι ψυχές που δεν είχαν ησυχάσει και κατά καιρούς ξανάρχονταν στον ουρανό, σαν φυλακισμένες ψυχές..».
Ο συγγραφέας, παρόλο ότι είναι νέος σε ηλικία, εντούτοις κάνει περιγραφές λες και τα έζησε όλα. Σίγουρα έκανε έρευνα και μια διαδρομή ενδιαφέρουσα πριν αρχίσει να γράφει ή έγραφε κάνοντας παράλληλα την έρευνά του. Στο τελικό αποτέλεσμα και στο βαθμό που οι πραγματικές ιστορίες συμπλέκονται με τους μύθους, ο συγγραφέας δεν προδίδει τον αναγνώστη. Στους ρόλους δεν έχουμε πρόσωπα εξεζητημένα και ασυνήθιστα. Είναι αληθινά στη μυθοπλασία του συγγραφέα, λες και κράτησε κι εδώ το «μέτρο», όπως σε όλες τις εκφράσεις της ζωής του. Η μετανάστευση και η φυγή των ανθρώπων , των νέων της υπαίθρου δεν θίγεται απλώς, αλλά είναι η λογική συνέπεια, το αναγκαίο κακό , στο αδιέξοδο που δημιούργησε η μονοκαλλιέργεια της ντομάτας και οι άδικοι κόποι.
Ο Συγγραφέας , γνωρίζει τον τόπο, τα τοπωνύμια, τους ανθρώπους, εκτός απ’ τις ασχολίες και τις συνήθειές τους .Γνωρίζει και την ιστορία του τόπου για τον οποίο γράφει και μεταφέρει εικόνες που του διηγήθηκαν με ένα τρόπο ζωντανό , όπως εκείνο που έζησαν οι πατεράδες μας και συνήθιζαν να μας περιγράφουν. «..Ξαφνικά , ένα δυνατό , υπόκωφο βουητό πλησίασε απειλητικά Απόκοσμο μπλε και λευκό φως χτύπησε στα σύννεφα. Λάμψη σαν φίδι κινούνταν κατά μήκος του δρόμου..Ο ουρανός έγινε βιολετής, πριν αρχίσει να κουνάει και να σείεται η γη απ΄ το σεισμό…»
Οι παροιμίες, η γλώσσα «οι δυο πέτρες το βγάζουν το αλεύρι» , «μακρινές βροχές, κοντά νερά» οι ιδιωματισμοί δεν λείπουν και ενδεικτικά αναφέρουμε « Τα ξύλα και τ΄ αποκλάδια που μάζευαν οι εργάτες», «να στήσετε την ξερολιθιά στο χωράφι, να μανταλώσετε

την πλαγιά, να πετρώσετε τις αστοιβές, πήγαινε να κάνεις βραστικό να ζεσταθούμε.
«..Κάθε Σεπτέμβρη η μητέρα μου η Μαριγώ «αστρονομούσε», άφηνε έξω στ΄άστρα ένα καρπούζι σπορικό, και την επόμενη μέρα πριν να φέξει το κυλούσε σ’ όλο το σπίτι για να έχει ευτυχία όλο. Συμπάσχουμε με τους ήρωες και τα πάθη τους και αγωνιούμε για την τύχη τους

Ο συγγραφέας καταφέρνει το στόχο του κατά την άποψή μας. Δεν πρόδωσε την πτυχή αυτή της ιστορίας του τόπου που θέλησε ν΄ αναδείξει. Τα δεινά της οικογένειας που περιγράφει δεν αφορούσαν μόνο μια οικογένεια , αλλά πολλές της ίδιας εποχής με τις ίδιες συνήθειες και ασχολίες. Ο καταξιωμένος λογοτέχνης Βασίλης Πης, κατάφερε επαρκώς μέσα απ΄ τις σελίδες αυτού του βιβλίου να δώσει μια τέτοια πλοκή που να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το άδοξο και τραγικό τέλος του Δούκα. Εκτός αυτών, πιστεύω πως θα είναι σημείο αναφοράς για τη νεότερη οικονομική ιστορία της Κω, πριν την τουριστική ανάπτυξη του νησιού και μια ανασκόπηση της κοινωνίας, των ασχολιών τους των εθίμων, των αντιλήψεων κ. άλλων λογοτεχνικών στοιχείων που κάνουν το βιβλίο αυτό ευανάγνωστο και ευχάριστο.
Ευχόμαστε στο Βασίλη Πη, να συνεχίσει να γράφει και να είναι καλά.
Θερμά συγχαρητήρια.

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot