Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η Ενωμένη Ευρώπη αποτύπωσε στο εκλογικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, αυτό που από πριν φαινόταν να διαγράφεται στον ορίζοντά της: βαθιές πολιτικές διαιρέσεις, αυξανόμενα επίπεδα χρέους και ελλειμμάτων και όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης γεωπολιτική αβεβαιότητας που δημιουργεί ένα επικίνδυνο και εκρηκτικό μείγμα οικονομικής αστάθειας.
Τα εύγλωττα «νούμερα» αυτής της αποτύπωσης τα έδωσε πρόσφατα ο κ. Ντόναχιου, πρόεδρος του πλέον αρμόδιου γι’ αυτό θεσμικού φορέα της Ευρωζώνης, του Eurogroup.
Η Ευρωζώνη όπως υποστήριξε κατά την εκτίμησή του που εκφράσθηκε σε ένα άρθρο του στους FT, «πάσχει» σε όλα τα επίπεδα, καθώς το χρέος της αυξάνεται (έχει ξεπεράσει το 90% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) και πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με επιτόκια που είναι τρεις μονάδες ψηλότερα από ότι όταν δημιουργήθηκε (με μηδενικά επιτόκια), το μέσο έλλειμμα των χωρών μελών της ξεπερνάει το 3,6% του ΑΕΠ και – κυρίως – «πάσχει» από ένα έλλειμμα ενός τουλάχιστον τρις ευρώ στο σημαντικότερο τομέα εκείνο τον επενδύσεων που θα πρέπει να κάνει για να αποφύγει το επερχόμενο «κενό».
Ήδη τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου του 2024 δείχνουν ότι οι βασικές της οικονομικές μονάδες, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία «πάσχουν» από έλλειψη πραγματικής ανάπτυξης, με την Γερμανία την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, να είναι στο – 0,1% και τις δύο άλλες μόλις ελάχιστες δεκαδικές μονάδες πάνω από το μηδέν.
Και με τον πληθωρισμό να φαίνεται πως «ξανα-τσιμπάει» σαν αποτέλεσμα των αυξανόμενων κυρώσεων στα προϊόντα των χωρών (Ρωσία, Κίνα) που οι εξαγωγές τους στην Ε.Ε. της είχαν εξασφαλίσει για δύο δεκαετίες επίπεδα πληθωρισμού κάτω από το 2%.
Πέραν των αριθμών όμως που «τρέχουν» και θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι θα μπορούσαν να ανατραπούν οι αρνητικές τάσεις τους, υπάρχουν τα … «συμβάντα», αυτά δηλαδή που επηρεάζουν τις βαθύτερες προϋποθέσεις για την οικονομική δραστηριότητα της Ε.Ε.
Τρεις ήταν οι βασικοί παράγοντες που είχαν εξασφαλίσει τις οικονομικές αντοχές της Ευρωζώνης ακόμα και την περίοδο που ακολούθησε την κρίση του χρέους μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers:
- η φθηνή ενέργεια (πάμφθηνο και άφθονο φυσικό αέριο από την Ρωσία),
- η φθηνή εργασία (με την ευρωπαϊκή παραγωγική δραστηριότητα στην Κίνα σε επίπεδα τιμών αποπληθωριστικά, που κράτησαν τόσο τις τιμές και τα ημερομίσθια στην Ευρώπη χαμηλά, όσο και τα περιθώρια κέρδους για τις ευρω-επιχειρήσεις πολύ ψηλά).
- το αμερικάνικο εμπορικό έλλειμμα που κάλυπταν οι ευρωπαϊκές εξαγωγές ως ο πλέον ευνοούμενος εταίρος.
Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον που το δολάριο παρέμενε υπερτιμημένο, καθώς το αμερικάνικο χρέος, το αδηφάγο τέρας ρευστότητας που απορροφά την διεθνή αποταμίευση, συνέχιζε και συνεχίζει να αυξάνεται με τρομακτικούς ρυθμούς.
Δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και τις αλλεπάλληλες «καμπάνιες» κυρώσεων στην Ρωσία και στην συνέχεια στην Κίνα, στις οποίες συμμετείχε ένθερμα η Ευρωζώνη και οι τρεις αυτοί παράγοντες έχουν ανατραπεί.
Η φθηνή ενέργεια από την Ρωσία έχει αντικατασταθεί από την τρείς φορές ακριβότερη ενέργεια από τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες εξαγωγής φυσικού αερίου.
Η φθηνή εργασία συρρικνώνεται καθώς περιορίζεται η βιομηχανική δραστηριότητα της Ευρωζώνης στην Κίνα και οι χαμηλές τιμές εισαγωγής προϊόντων έχουν αρχίσει να είναι σημαντικά ακριβότερες, καθώς οι τιμές στην Κίνα ακριβαίνουν, αλλά κυρίως γιατί αυξάνονται οι δασμοί στα φθηνά προϊόντα της.
Την ίδια στιγμή ο προνομιακός εταίρος από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έχει αλλάξει ρότα. Εχει γίνει ο μεγαλύτερος – και ακριβότερος – εξαγωγέας φυσικού αερίου στην Ευρώπη ενώ παράλληλα με ένα πρωτοφανές χρηματοδοτικό πρόγραμμα (IRIS) του Μπάιντεν, καθιστά σε συνδυασμό με τους δασμούς δυσκολότερες και ακριβότερες τις εξαγωγές της Ευρώπης στις ΗΠΑ.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που οι ελλειμματικές οικονομικές της Ευρώπης υποχρεώνονται ταυτόχρονα να αυξήσουν τα εξοπλιστικά τους προγράμματα κατά μία και δύο μονάδες του ΑΕΠ, με επιτόκια δανεισμού που παραμένουν εξωφρενικά ψηλά, στο όνομα της αναχαίτισης του πληθωρισμού.
Αν σ’ αυτό το τοπίο προσθέσουμε τις δαπάνες για την περιβόητη «πράσινη μετάβαση» και τις δαπάνες που προκύπτουν από την μείωση του εργατικού δυναμικού λόγω αύξησης της μέσης ηλικίας στην Ε.Ε. και την μείωση των γεννήσεων, γίνεται κάπως δύσκολο να ανακαλύψει κανείς, «λόγους» που θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτή την συνολικά αρνητική πορεία της Ε.Ε. και κατά συνέπεια του Ευρώ.
Με λίγα λόγια από πουθενά δεν φαίνεται… φως.
Βέβαια η αισιοδοξία δεν κάνει ποτέ κακό.
Αρκεί να μη βασίζεται σε προσδοκίες που δεν μπορούν να βρουν βάση στήριξης, παρά μόνο στην χρηματιστηριακή ευωχία… newsit.gr