Σαν σήμερα το 1996 κορυφώνεται και εκτονώνεται η Κρίση των Ιμίων.

Το Πολεμικό Ναυτικό χάνει ένα ελικόπτερο με το τριμελές πλήρωμά του, που το αποτελούν ο Ανθυποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο Ανθυποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο Σημαιοφόρος Έκτωρ Γιαλοψός.

Η κρίση των Ιμίων κορυφώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου 1996, σε μια εποχή που η κυβέρνηση Σημίτη έκανε τα πρώτα της βήματα, φέρνοντας Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα ένοπλης αντιπαράθεσης.

Το επεισόδιο εντάσσεται στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, που εμφανίσθηκαν δυναμικά στο προσκήνιο μετά τη Μεταπολίτευση.

Η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μόνη διαφορά της με τη γείτονα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ενώ η Τουρκία θέτει τα θέματα του εναερίου χώρου (αναγνωρίζει 6 και όχι 10 μίλια), του FIR Αθηνών, της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του Αιγαίου και με την κρίση των Ιμίων το καθεστώς κάποιων βραχονησίδων («Γκρίζες Ζώνες»).

Τα Ίμια παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων, ακολουθώντας την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Το τουρκικό κράτος είχε αποδεχτεί το καθεστώς επικυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά αυτά. Η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Ιμίων ξεκίνησε από ένα ναυτικό ατύχημα που συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου 1995. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν για την περίσταση τη δική τους ερμηνεία στη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), με την οποία είχαν παραχωρηθεί τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία στο σύνολό τους και όχι ονομαστικά, και να αμφισβητήσουν την ελληνική κυριαρχία κάποιων βραχονησίδων.

Το χρονικό της Κρίσης των Ιμίων στις 31 Ιανουαρίου 1996

00:00 Συγκαλείται σύσκεψη στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Ο Υπουργός Εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος, φθάνει καθυστερημένα, επειδή παίρνει μέρος σε τηλεοπτική εκπομπή.

01:40 Στο ΓΕΕΘΑ καταφθάνουν πληροφορίες ότι Τούρκοι κομάντος αποβιβάζονται στη Μικρή Ίμια.

04:30 Ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού απονηώνεται από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» για να επιβεβαιώσει την πληροφορία. Επικρατούν άσχημες καιρικές συνθήκες.

04:50 Το πλήρωμα του ελικοπτέρου αναφέρει ότι εντόπισε περί τους 10 Τούρκους κομάντος με τη σημαία τους. Δίνεται εντολή να επιστρέψει στη βάση του και ενώ πετά μεταξύ των βραχονησίδων Πίτα και Καλόλιμνος αναφέρει βλάβη και χάνεται από τα ραντάρ. Αργότερα θα ανασυρθούν νεκρά και τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, σκοτώθηκαν.

Σχετικά με τις αιτίες πτώσης του ελικοπτέρου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η επίσημη άποψη του ελληνικού κράτους ήταν ότι το σκάφος κατέπεσε λόγω κακοκαιρίας και απώλειας προσανατολισμού του πιλότου.

Ωστόσο, στην Ελλάδα υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι το ελικόπτερο καταρρίφθηκε είτε από το τουρκικό Ναυτικό είτε από τους Τούρκους καταδρομείς που υπήρχαν πάνω στο νησί και ότι το γεγονός αποκρύφθηκε, προκειμένου να λήξει η κρίση και να μην οδηγηθούν οι δύο χώρες σε γενικευμένη σύρραξη ή ακόμα και σε πόλεμο.

06:00 Οι Αμερικανοί διά του Υφυπουργού Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ επιβάλλουν και στις δύο πλευρές τη θέληση τους. «No ships, no troops, no flags» διαμηνύουν ή σε πιο κομψή διπλωματική γλώσσα να ισχύσει το status quo ante. Μέχρι το μεσημέρι της 31ης Ιανουαρίου 1996 τα πλοία, οι στρατιώτες και οι σημαίες είχαν αποσυρθεί από τα Ίμια.

Η Κρίση των Ιμίων δεν είχε συνέπειες ως προς το καθεστώς των νησιών. Ωστόσο, έδωσε αφορμή στην Τουρκία να θέσει ζήτημα «Γκρίζων Ζωνών» στο Αιγαίο, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε αρκετά νησιά και να θέσει ένα ακόμη θέμα στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Παρόλα αυτά, η ελληνική πλευρά δεν αποδέχτηκε ποτέ την ύπαρξη τέτοιου θέματος, επικαλούμενη τις διεθνείς συνθήκες.

Τα γεγονότα στα Ίμια κλόνισαν την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης, ειδικά όταν ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ευχαρίστησε από το βήμα της Βουλής τους Αμερικανούς για τον καταλυτικό τους ρόλο στην αποκλιμάκωση της έντασης.

sansimera.gr

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο.

Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.

Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου.

Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων.

Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.

Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια.

Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία.

Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού.

Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα.

Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

sansimera.gr

Αγιορείτης μοναχός, ιδιαίτερα δημοφιλής στις μέρες μας.

Οι θαυμαστές του όλο και πληθαίνουν και του πιστώνουν θαύματα και προφητείες επί παντός του επιστητού. Το 2015 ανακηρύχθηκε Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Αρσένιος Εζνεπίδης, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν δήμαρχος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Είχε ακόμα 8 αδέλφια.

Στις 7 Αυγούστου 1924, μία εβδομάδα προτού οι χριστιανοί Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα εξαιτίας της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας του Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1988. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Πειραιά και προωθήθηκε στην Κέρκυρα, όπου έμεινε χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ο νεαρός ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο.

Μέχρι να κληθεί να υπηρετήσει τη θητεία του στο στρατό, ο Αρσένιος έμαθε την τέχνη και δούλεψε ως ξυλουργός. Το 1945 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως ασυρματιστής κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού».
Απολύθηκε από τον στρατό το 1949 και τον επόμενο χρόνο εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο της Μονής Κουτλουμουσίου και τον ακολούθησε πιστά. Λίγο αργότερα εντάχθηκε στη Μονή Εσφιγμένου και εκάρη μοναχός με το όνομα Αβέρκιος. Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και εντάχθηκε στη Μονή Φιλοθέου, όπου μόναζε κι ένας θείος του. Η συνάντησή του, όμως, με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του. Τότε ήταν που έλαβε και το όνομα Παΐσιος.
Το 1958 άφησε το Άγιο Όρος για την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο Κονίτσης. Στην περιοχή, όπου μεγάλωσε, παρέμεινε επί τετραετία, και άφησε πίσω του σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο, που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον λαό της Κόνιτσας.

Το 1962 ο Παΐσιος πήγε στο Όρος Σινά και το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, απ’ όπου δεν ξανάφυγε ποτέ. Το 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα της ανάρρωσή του φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1968 βοήθησε σημαντικά στην ανακαίνιση της Μονής Σταυρονικήτα.

Το 1979 εντάχθηκε στην αδελφότητα της Μονής Κουτλουμουσίου και εγκαταστάθηκε στη σκήτη της Παναγούδας. Από τότε άρχισε να γίνεται γνωστός από τους πιστούς, που τον επισκέπτονταν και του ζητούσαν συμβουλές για προσωπικά τους θέματα. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή.

Το 1993 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του παχέος εντέρου και ο γέρων Παΐσιος υποβλήθηκε σε εγχείρηση στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 στο «Θεαγένειο» της Θεσσαλονίκης. Ο καρκίνος εξελίχθηκε σε μεταστατικό και στο τέλος Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ.
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους που ένοιωθε. Τελικά, κοιμήθηκε στις 12 Ιουλίου 1994 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Στις 13 Ιανουαρίου 2015 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπόλεως αποφάσισε την κατάταξη του μοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Πηγή: sansimera.gr

Την τελευταία ημέρα του Ιουνίου η εκκλησία τιμά με ειδική λειτουργία τους 12 Αποστόλους. Αυτή είναι η έννοια της λέξης «Σύναξη» στην εκκλησιαστική ορολογία.

Απόστολος στην αρχαία ελληνική γραμματεία δήλωνε τον κάθε απεσταλμένο για την εκπλήρωση συγκεκριμένης αποστολής. Στην Καινή Διαθήκη, Απόστολοι λέγονται οι 12 μαθητές του Χριστού, οι οποίοι εκλέχτηκαν από τον Κύριο, παρακολούθησαν τη δημόσια δράση του κι έλαβαν την εντολή να κηρύξουν και να διαδώσουν τη νέα θρησκεία («Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Ματθ. κη᾿, 19).

Οι αρχικοί 12 Απόστολοι ήταν:

Πέτρος († 29 Ιουνίου)
Ανδρέας († 30 Νοεμβρίου)
Ιάκωβος του Ζεβεδαίου († 30 Απριλίου)
Ιάκωβος του Αλφαίου († 9 Οκτωβρίου)
Ευαγγελιστής Ιωάννης († 26 Σεπτεμβρίου)
Φίλιππος († 14 Νοεμβρίου)
Βαρθολομαίος († 11 Ιουνίου)
Θωμάς († 6 Οκτωβρίου)
Ευαγγελιστής Ματθαίος († 16 Νοεμβρίου)
Ιούδας ή Θαδδαίος († 19 Ιουνίου)
Ιούδας ο Ισκαριώτης
Σίμων ο Ζηλωτής († 10 Μαΐου)
Μετά την προδοσία του Ιούδα του Ισκαριώτη και την αυτοκτονία του, τη δωδεκάδα των Αποστόλων συμπλήρωσε ο Ματθίας († 9 Αυγούστου).

Το έργο των 12 Αποστόλων μετά την Ανάληψη του Χριστού εξιστορείται στο πέμπτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης «Πράξεις των Αποστόλων».

Ο αριθμός 12 των Αποστόλων δεν είναι τυχαίος. Όπως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οι δώδεκα Πατριάρχες, θεωρούνται οι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, δηλαδή όλου του Ιουδαϊσμού, έτσι και οι Δώδεκα αυτοί πρώτοι Μαθητές του Κυρίου έγιναν οι πνευματικοί αρχηγοί του νέου Ισραήλ, δηλαδή του Χριστιανισμού.

Απολυτίκιο
Απόστολοι Άγιοι, πρεσβεύσατε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.

sansimera.gr

Η Άλωση της Βασιλεύουσας, η παρακμή , η πολιορκία, η κατάκτησή της και οι θρύλοι για τον μαρμαρωμένο βασιλιά, το χρονικό του τέλους της Αυτοκρατορίας

Τον Απρίλιο του 1453 ο Μωάμεθ Β’ ζητά την παράδοση της Πόλης. Στις 6 Απριλίου μετά την απόρριψη της πρότασής του αρχίζει η πολιορκία της. Θα κρατήσει μέχρι τις 29 Μαΐου του 1453. Η Πόλη, η Βασιλεύουσα και σύμβολο της Αυτοκρατορίας πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Αν ανατρέξουμε πίσω, στην ιστορία , η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παραμονές της πολιορκίας της δε θύμιζε τίποτα από το ένδοξο παρελθόν της. Περιορισμένη γεωγραφικά, με τις  θρησκευτικές έριδες, τις εμφύλιες διαμάχες, τις σταυροφορίες και την εμφάνιση κάθε τόσο πανίσχυρων εχθρών, η παλιά Αυτοκρατορία είναι ένα φάντασμα του εαυτού της. Το ένδοξο παρελθόν έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πιστεύοντας στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης προσπαθεί να κρατήσει απόρθητα τα οχυρά της. Θα είναι ο τελευταίος υπερασπιστής της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Στην τελευταία του ομιλία κάλεσε το λαό να αντισταθεί γενναία και είπε ότι οι Τούρκοι υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και αριθμητική υπεροχή εμείς όμως στηριζόμαστε πρώτα στο Θεό και Σωτήρα μας.

Ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις αρχές του 1453, με έδρα  την Ανδριανούπολη, στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς που είχαν μόλις 7.000 άνδρες.  2.000 από αυτούς είναι μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες. Η πόλη κατοικείται από 50.000 κατοίκους με προβλήματα σίτισης, στο όριο του λιμού.

Τρίτη βράδυ, 29 Μαΐου, εκδηλώθηκε η τελική επίθεση των Τούρκων από τρεις πλευρές, τις δύο κατάφεραν να αποκρούσουν στην τρίτη όμως στην Πύλη του Ρωμανού, εκεί που βρισκόταν ο αυτοκράτορας, δόθηκε σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι ρίχνουν στη μάχη τους τρομερούς Γενίτσαρους.

Ο  τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας...έτσι είχαν τα πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους εχθρούς».

Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις». Κάτι που συνδέεται με την πικρή μνήμη της Κερκόπορτας η οποία φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.

Ο ιστορικός Κριτόβουλος καταγράφει εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές, μόλις οι εχθροί πατούν το πόδι τους στη Βασιλεύουσα.

Δεν υπήρχε οίκτος, γράφει.  Η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β' – ο πλέον Πορθητής- άφησε τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως ανταμοιβή για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την Πόλη η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά την Άλωση, ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη- «Ιστανμπούλ» πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός νέου κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις παραδόσεις του Ελληνισμού. Παραδόσεις με κυρίαρχη τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του μαρμαρωμένου βασιλιά, που αναδείχτηκε σε μια αθάνατη, θρυλική φιγούρα, τροφοδοτώντας μύθους και την προσμονή του πληρώματος του χρόνου για να αναστηθεί η Πόλη. 

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς

Ενας από τους πιο δημοφιλείς θρύλους αφορά τον τελευταίο αυτοκράτορα, το πτώμα του οποίου δεν βρέθηκε με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί ο μύθος που λέει πως μαρμάρωσε εκεί που περίμενε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας, μη αντέχοντας να την παραδώσει σε χέρια μουσουλμάνων.

Σύμφωνα με τον θρύλο, Άγγελος Κυρίου τον έκρυψε και τον μαρμάρωσε μέχρι τη στιγμή που η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη...

Ο παπάς της Αγίας Σοφίας

Αντίστοιχης λογικής είναι και ο θρύλος για τον παπά της Αγίας Σοφίας, που λέει ότι όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην εκκλησία, διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από μια πόρτα που υπήρχε πίσω από το ιερό. Οι Τούρκοι τον είδαν να μπαίνει, όμως έκπληκτοι διαπίστωσαν πως η πόρτα είχε γίνει τοίχος, το οποίο όσο κι αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν να γκρεμίσουν. Κι εδώ ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει τη λειτουργία του.

Τα ψάρια του καλόγερου

Εδώ ο θρύλος αναφέρεται σε κάτι ψάρια που ένας καλόγερος τηγάνιζε δίπλα σε ένα ποτάμι τη στιγμή που έφτασε το μήνυμα της Αλωσης. Τότε, ο θρύλος λέει πως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδηξαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι από όπου -κατά τον θρύλο πάντα- θα ξαναβγούν όταν η Πόλη ξαναγίνει χριστιανική...

Αντίστοιχος είναι και ο θρύλος για το ποτάμι που σταμάτησε να κυλάει, εκεί που πότιζαν τα πρόβατά τους κάποιοι βοσκοί, μόλις διαδόθηκε το νέο της άλωσης.

Η πάντα γαλήνια θάλασσα του Μαρμαρά

Ενας από τους πιο γοητευτικούς θρύλους είναι αυτός που αφορά τηνΑγία Τράπεζα της Αγιάς Σοφιάς, που ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αυτοκράτορας διέταξε να τη μεταφέρουν μαζί με όλα τα κειμήλια μακριά από την Πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Μόνο που το καράβι που τη μετέφερε βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά, που έκτοτε παραμένουν πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή.

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot